Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

Περί της νοσταλγίας του Β.Π.Κ.


"Εχει όπλο με διόπτρα και ως άριστος σκοπευτής σημαδεύει..."

Βασίλη Π. Καραγιάννη: «Το χρώμα της νοσταλγίας» (Διηγήματα)
(Εκδόσεις Γαβριηλίδης Αθήνα 2008, σελ.176)

Υπό Χρήστου Κορέλα

Επιθυμώ να το πω από την αρχή: Αυτός ο άνθρωπος, ο Βασίλης Καραγιάννης δεν παίζεται. Η αφηγηματικότητά του, το χιούμορ του, η καυστική του ειρωνεία , που δεν θίγει και υπεροψία δεν έχει, το εύρος των γνώσεών του, η ποταμίσια ροή της γραφής του, η δύναμή του να μεταμορφώνει και τα πιο ασήμαντα σε μνημεία λόγου και τέχνης φυσικά, η χαρισματική του πνοή να αποδραματοποιεί γεγονότα και επίπεδα ζωής αποφεύγοντας, με σαρκασμό, τον τραγικόν «έλεον και φόβον», τον κάνουν μοναδικό, αξεπέραστο στην ιδιαιτερότητα της πεζογραφίας του και στην ποίησή του. Μα προπαντός στην εμπλοκή - θα έλεγα με την καθιερωμένη κουβέντα στα καθ’ ημάς, στη διαπλοκή - ιστορίας και μύθου, που τον αναδεικνύει ως μυθιστοριογράφο – εκείνα τα αλησμόνητα «τα 6,6 της σκηνοπηγίας» - και ως αφηγητή και διηγηματογράφο, που δεν χαρίζεται και δεν ξοδεύει τα αποθεματικά της τέχνης του με τίποτα. Μένει πάντα σε κείνη τη σφριγηλή νεότητα του οργισμένου. Δεν συμβουλεύει, ούτε παριστάνει το δάσκαλο, ούτε αφήνει να φανεί η πρόθεσή του να διορθώσει τον κόσμο. Έχει όπλο με διόπτρα και ως άριστος σκοπευτής μπορεί να σκοτώνει τη βλακεία, την αλαζονεία , την κουφότητα, την ασέβεια, την απληστία των προσώπων του, αλλά καταφέρνει να τ’ αφήνει ζωντανά εις «μυκτηρισμόν και χλευασμόν τοις γείτοσιν ημών». Και το απολαμβάνει. Τον φαντάζομαι, όταν γράφει τις εμπνεύσεις του, τί γέλιο θα κάνει και τί μυστικό πόνο θα σωρεύει μέσα του, καθώς αναμοχλεύει την αθλιότητα του ταχυδρομικού διευθυντή με το παρατσούκλι ο «άνεμος» που του κόλλησαν. Εδώ ο συγγραφέας κάνει μια θαυμαστή και ακραία πνευματώδη κοινωνική ψυχολογία βάθους, όταν ολόκληρη πόλη συντονίζεται στο χλευαστικό «ο άνεμος» για την μικρότητα και τη θλιβερότητα της διευθυντικής φιγούρας. Κι όταν μετατίθεται στην Τρίπολη για να γλυτώσει από τον «άνεμό» του, ένας φαντάρος σε κείνη πόλη, προερχόμενος από την προηγούμενη , έκπληκτος τον βλέπει και αυθόρμητα εκστομίζει « ο άνεμος». Μου θυμίζει τον Καβάφη «αν τη ζωή σου στην κόχη τούτη τη μικρή τη ρήμαξες - σ’ όλη τη γή τη χάλασες».Στην «ποιμενική συμφωνία» «Μηνάς ο ανέμελος» φυτρώνει η ληστική φιγούρα του δασάρχη. Ο ίδιος αρχιδάμιος πόλεμος. Δεν πρόκειται για μουσική συμφωνία, αλλά για σιωπηλή μεταξύ του τσοπάνη Μηνά και του δασάρχη, που όταν δεν του πήγαινε τα πεσκέσια, εκείνος τον σεργιάναγε στα δικαστήρια για αγροζημίες. Η ληστρική αθλιότητα της εξουσίας. Πειρασμός στις τίμιες μέρες μας με τα ιερά βα(λ)τώδη πεδία . Ο Μηνάς του συγγραφέα παραμένει και στη δίκη ανέμελος. κρατάει το δοχείο της εξαγοράς ο έρμος. Ο αμίμητα σκωπτικός συγγραφέας στολίζει το δασάρχη και με τον ερωτικό πόνο της Αλεξάνδρας «…δεν είμαι απ’ τον αέρα δεν είμαι απ’ το βοριά/ μόν’ είμαι από σένα…». Πάντως κι όταν ο Μηνάς έκαψε από αφροντισιά το δάσος, η μόνη του τιμωρία ήταν να δώσει τ’ όνομά του: «του Μηνά το καμένο».Στο διήγημά του «Λεωφορείον το πάθος», όπου ο ήρωάς του – ο ίδιος πρέπει να πρωταγωνιστεί - επιστρέφει από γειτονική χώρα με πολύ χιόνι σε δρόμους κατάρας , πιστεύουν όλοι, ότι σίγουρα κάποια χαράδρα θα βουλώσουν. Φαντάζεται τον εαυτό του «στη χωματερή των σωμάτων», όπου θα μαζευτούν πολλοί επίσημοι και παρακαλεί το θεό: « να μου δώσεις την ευκαιρία , Θεέ μου, να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου και να τους πετάξω με το πρώην στόμα μου, απ’ το οποίο εκ της άνω σιαγόνος θα έχει φύγει προ πολλού το δόντι σκαφτιάς και κόφτης – εγώ μασέλα δεν φοράω – να τους πετάξω λοιπόν, ένα -Βρε ουστ, κοπρόσκυλα».Στις μνήμες στρατού μιλάει «για τη μοναξιά των αναμνήσεων, που σ’ έχωνε ακόμα πιο βαθιά στο χυλό της απελπισίας».Σημείωσα εκεί δίπλα στο κείμενό του: προσωπικά δεν θα ήθελα να θυμάμαι. Πονάνε πολύ! Τελικά πως ορίζει τη νοσταλγία του ο συγγραφέας; «Πώς είναι η νοσταλγία; Ένα άρωμα φτηνό στις μεγάλες μπουκάλες με την εφήμερη, προκλητική δήλωση της ύπαρξής του στα δέλτα και θήτα των θηλέων, στις μόλις διακρινόμενες αυλακιές του στέρνου ή στα απαιτητικά διαγραφόμενα υψώματα του στήθους, όπου στους φυσιολογικούς καιρούς τσιμπολογούν μεσημβρινά περιστέρια ή πίνουν νερό πρωινοί κορυδαλλοί». Αυτό το αναφέρει στο διήγημα «το χρώμα της νοσταλγίας» και αναφέρεται στην περίοδο της στρατιωτικής θητείας στο κέντρο νεοσυλλέκτων – υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών Κορίνθου - όπου έβλεπες, τότε βέβαια, όχι τώρα – την πολιτική σου ζωή ως κάτι απόμακρο, ξένο και …νοσταλγικό, όσο άσχημη κι αν ήταν. Ο Βασίλης Καραγιάννης είναι ατελείωτος. Και όλα του τα διηγήματα να πρόσθετα, πάλι λίγο θα ήταν. Διαβάστε τα. Είναι μια μαθητεία στη τέχνη της πεζογραφίας, που ωστόσο παραμένουν μίαν απόλαυση αισθητική και ζωική!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου