Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

Οταν η ατομική μνήμη συναντά το συλλογικό


Ενας πεζογράφος με ιδιαίτερο βλέμμα και στίγμα
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Το χρώμα της νοσταλγίας
«ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ»ΣΕΛ. 173


ΕΛΕΝΑΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗ


Ο Βασίλης Καραγιάννης είναι Δυτικομακεδόνας. Γεννημένος στη Λευκοπηγή Κοζάνης (1953), μεγαλωμένος στην Κοζάνη, σπουδαγμένος στη Θεσσαλονίκη, μόνιμος και πιστός στη δυτικομακεδονική πολιτεία κάτοικος. Με πολλαπλή εντόπια πνευματική και λογοτεχνική δραστηριότητα. Εκδότης και διευθυντής, από το 1984, της κοζανίτικης πνευματικής επιθεώρησης «Παρέμβαση», διευθυντής, από το 1996 έως το 2003, της ιστορικής και πλούσιας σε σπάνια παλαιά βιβλία Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του θνήσκοντος, δυστυχώς πλέον, Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, φιλόδοξο κάποτε δημιούργημα επί υπουργίας Μικρούτσικου. Διηγηματογράφος, με αρκετές συλλογές διηγημάτων και αφηγήσεων έως σήμερα. Ο συντοπίτης του κριτικός, πεζογράφος, συνεκδότης της «Παρέμβασης» και συνονόματός του -τουλάχιστον ως προς το επίθετο- Μάκης Καραγιάννης στη μελέτη-ανθολογία του «Η αισθητική της ιθαγένειας» τον χαρακτηρίζει βιωματικό πεζογράφο, κατά τα πρότυπα του Γιώργου Ιωάννου, ως προς την εντόπια αφηγηματική περιπλάνησή του στον χώρο και τον χρόνο της δυτικομακεδονικής πολιτείας καθώς και της γενέτειράς του Λευκοπηγής. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω έως σήμερα συστηματικά ασχοληθεί με τα κείμενα του Κοζανίτη συγγραφέα, ώστε να υιοθετήσω ή να απορρίψω την άποψη του έτερου συνονόματου συντοπίτη συγγραφέα. Από τα δεκατρία διηγήματα του Βασίλη Καραγιάννη που φιλοξενούνται στο τελευταίο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Το χρώμα της νοσταλγίας», ορισμένα μπορούν να τοποθετηθούν στο κεφάλαιο της βιωματικής πεζογραφίας, μακράν όμως από την οπτική του πρώτου διδάξαντα αυτήν, δηλαδή του Γιώργου Ιωάννου, τουλάχιστον ως προς τη λογοτεχνική ανάδειξη και μετάπλαση του βιώματος. Το βλέμμα και η γραφή του Β. Καραγιάννη διεκδικούν το δικό τους προσωπικό στίγμα. Αν παρατηρούσα κάτι να υποφώσκει πίσω από τις σελίδες των εκτενών διηγημάτων του, είναι κάποιοι σκαρίμπειοι απόηχοι καθώς και μια διάθεση περιπαικτική και ελαφρώς σουρεαλιστική που συναντά ο αναγνώστης σε ορισμένα διηγήματα του Θεσσαλονικέα πεζογράφου Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ετερο στοιχείο της γραφίδας του Κοζανίτη συγγραφέα είναι ότι δεν ακολουθεί την πεπατημένη της κλασικής διηγηματογραφίας, αρχή - μέση - τέλος. Χαρακτηριστικό του οι μεγάλες παρεκβάσεις, που ανατρέπουν κάθε λίγο και λιγάκι τη χρονική ακολουθία της αφήγησης, που ανοίγουν νέα επεισόδια, παρεμβάλλουν νέα πρόσωπα, και νέες εικόνες στον κορμό της κύριας αφήγησης, χωρίς να είναι λίγες οι φορές που οι παρεκβάσεις αυτές λειτουργούν δίκην σχολίων ή παρατηρήσεων του συγγραφέα. Με τον τρόπο αυτό ενδυναμώνεται η λειτουργία της μνήμης, που ξεφεύγει από τη δικαιοδοσία του προσωπικού βιώματος και ανάγεται σ' εκείνη της συλλογικής μνήμης. Παράδειγμα τα διηγήματα «Ο απόλογος της χλαίνης» ή το «Ενα κρασί για δύο εντελώς».Τα πιο δυνατά όμως όπλα του Β. Καραγιάννη είναι η παρωδία και η ειρωνεία, η τελευταία μάλιστα περιβάλλει όλα σχεδόν τα διηγήματά του. Στο πρώτο διήγημά του «Ληστρικά παραγγέλματα» -από τα καλύτερα της συλλογής- παρωδία και ειρωνεία πορεύονται μαζί. Ο συγγραφέας στήνει μια παρωδία ληστείας σε μια επαρχιακή πόλη, όπου ο ένας εκ των δύο επίδοξων ληστών αντί του ορθού ληστρικού παραγγέλματος προς τον ταμία της τράπεζας «Ανοιξε το χρηματοκιβώτιο», αναφωνεί «Ανοιξε το γραμματοκιβώτιο, ρε π...», παράγγελμα που θα πυροδοτήσει τις αλλεπάλληλες ανατροπές της ληστείας έως τη σουρεαλιστική της έκβαση. Αλλά και η αφηγηματική τεχνική υπηρετεί το ύφος της παρωδίας, καθόσον επιλέγεται η αναπαράστασή της σε τρεις σκηνές δίκην αστυνομικής ταινίας. Εξάλλου, όπως γράφει σχολιογραφικά ο επεμβαίνων συγγραφέας, όλα «θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε μια ταινία, την ίδια που νόμισαν ότι ζούσαν οι πρωινοί πελάτες που ήρθαν να καταθέσουν ενθάδε τα ρευστά τους περισσεύματα...».Στο διήγημα «Ανεμος... δηλαδή κατά πώς λεν έγινε αέρας» η ειρωνική ματιά του συγγραφέα συντελεί ώστε να αποδραματοποιείται η απάνθρωπη συμπεριφορά των κατοίκων μιας επαρχιακής πόλης απέναντι στον διαφορετικό από αυτούς ήρωα με αφορμή τη μη συνηθισμένη σ' αυτούς λέξη «άνεμος» που εκστομίζει αντί αυτής που χρησιμοποιούν αυτοί, «αέρας». Χάρη σ' αυτό το εύρημα ο Καραγιάννης, χωρίς να χάνει στιγμή την αποστασιοποιημένη ειρωνική ματιά του, φωτίζει τη μιζέρια και την πλήξη της επαρχίας, την επίπεδη και χωρίς ενδιαφέροντα ζωή της, που αναζητεί εξιλαστήρια θύματα για ό,τι εκείνη δεν έχει το θάρρος να ανατρέψει. Ετσι ο ταχυδρομικός διευθυντής μετατρέπεται στο άλλοθι της ίδιας της πόλης, και ο άνεμος τον κυνηγά ακόμη και πέραν αυτής, για να σωθεί τελικά από τα ανελέητα ριπίσματά του μέσα στους τοίχους του δημόσιου ψυχιατρείου όπου εκούσια καταλήγει και μας μυεί στην περιπέτειά του. Σε πολλαπλά επίπεδα κινείται το επίσης καλοδουλεμένο διήγημα «Η ποιμενική συμφωνία "Μηνάς ο ανέμελος"». Συνεπής σ' αυτό που δηλώνει στον τίτλο, ο Καραγιάννης υποτιτλίζει τα υποκεφάλαια του διηγήματος με μουσικά τέμπη, π.χ allegro man non tropo, andante molto mosso κ.λπ., τα οποία λειτουργούν εντελώς περιπαικτικά και αντιθετικά με το περιεχόμενό τους. Ο ήρωας, ένας αθώος ποιμένας που στην παιδική του ηλικία τον πότισαν με ένα ποτήρι αμετάβγαλτη ρακή, με αποτέλεσμα να διασαλευθεί η εσωτερική του ισορροπία και να μετατατραπεί σ' ένα είδος σαλού του βουνού και της στάνης, διαθέτει λαρύγγι αοιδού όπερας! Και φυσικά έναν χαρακτήρα ανυπεράσπιστο και πολλαπλώς ευάλωτο. Κι εδώ όμως η περίπτωση του ανέμελου Μηνά γίνεται αφορμή για να σκιαγραφηθεί μια ολόκληρη κοινότητα, καθώς και μια εποχή. Σαν αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια πρόσωπα και καταστάσεις μιας εποχής κατά την οποία τα περίφημα ΤΕΑ ήταν οι άρχοντες της ελληνικής υπαίθρου είναι και το επίσης πολλαπλών διασταυρώσεων διήγημα «Ο απόλογος της χλαίνης».Πλησιέστερα στη βιωματική πεζογραφία, με κυρίαρχη την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, είναι τα διηγήματα «Πάντα με μελαγχολούσαν τα γλέντια των άλλων», «Κολυμβήθρες εν γένει», «Επιδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων», «Λεωφορείον το Πάθος», «Είχε άγιο που λέν', στα χιόνια» και φυσικά «Το χρώμα της νοσταλγίας» που δίνει και την επίσης ειρωνική απάντηση στην πιθανή εκ μέρους του αναγνώστη ερώτηση «Μα, τι χρώμα έχει η νοσταλγία;». Την αποστασιοποιημένη ματιά του Β. Καραγιάννη υπηρετεί πλήρως και η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Λόγια, με αέρα εξεζητημένης καθαρεύουσας, όπου χρειάζεται, αλλά και με εντέχνως παρεισφρέοντα λαϊκά ή και εντόπια ιδιόλεκτα. Εντέλει, μια αξιοπρόσεκτη βορειοελλαδίτικη φωνή.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/11/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου