Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Τα ήμερα του βουνού και τα ακόμα πιο ήμερα του λόγγου
«Ο Mahler έλεγε συχνά ότι δίχως την αποτοξίνωση της ζωής μέσω του χιούμορ δεν θα μπορούσε να αντέξει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης»
Bruno Walter
Είδα εσχάτως στις εφημερίδες τον ένδοξο (μήπως και κάπως ένλοξο αλλά με ωραία λόξαν ποιμενικήν, ήγουν αυτής της διαποιμάνσεως ανθρώπων και αλλόγων όντων), Δήμαρχον Γαλατινής μέχρι τέλους του έτους και μετά στο μέγα δήμο Βοϊου πλέον οριστικά κι αμετάθετα (της έδρας). Σ’ αυτόν το Δήμο θα ανήκουν και τα βοειδή τα οποία δεν γνωρίζω πότε εορτάζουν (κουρεύουν) γιατί η περίφραση «Οταν κουρεύουν τα γελάδια» δεν παραπέμπει σε ημερομηνία μάλλον το ποτέ ορίζει. Χόρευε λίαν λεβέντικα (από την έκταση των χεριών και το παράστημα, του μύστακος συνεπικουρούντος, θα χόρευε μάλλον το ηρωικό τσάμικον: «Ενας λεβέντης διάβαινε» και κούρευε. Δίπλα του κλαρίνο μεθυσμένο τον εμαυλούσε (μαυλώ στην ποιμενική σημαίνει με παραπλανητικές χειρονομίες και λόγους να προσκαλείς τα ζώντα ζώα κοντά σου) και παραδίπλα λογής πρόβατα έλλογα και άλλογα μετείχαν της λαμπράς ταύτης πανηγύρεως δηλονότι της δημόσιας κουράς προβάτων (καμία σχέση με την κουρά μοναχού ή ιερωμένου). Αλήθεια, εορτή (κουρά) μόνον προβάτων ή μήπως έχουμε και αιγών-γιδιών δηλαδή; Αυτά όμως, νομίζω ότι τα κουρεύουν του Αϊ Γιάννη, 24 Ιουνίου -αγαπητή σε μένα ημέρα μαζί με το κι ομότιτλο ποίημα του Γ. Σεφέρη.- κατά την οποία αναμμένες φωτιές υπερπηδούν οι νότιοι και οι νησιώτες, τον Κλήδονα συνομολογούν οι πόντιοι (ήπιοι ή άγριοι) κι οι ντόπιοι, βλάχοι κλπ. «μιλέτια» κουρεύουν τα γίδια. Μετά την διάπραξη αυτή στην έξοδο του κοπαδιού από το χώρο «κουλκουρεύσεώς τους» στο χωριό για να επιστρέψουν στο λόγγο στολίζουν τα κέρατα των τράγων με τα τεράστια βουερά κουδούνια, με Αγιάννη, λουλούδι χρώματος προς το μωβ και με έντονη μυρωδιά που κάπως συγγενεύει συνάμα καλύπτει και νοθεύει την βίαια κι οξεία στην αίσθηση, γενετήσια οσμή των κερασοφόρων, που ζητά άμεση ικανοποίηση με άγριο μάλιστα τρόπο στην αίτησή του.
Σημ.: Τώρα αυθαιρετώ λαογραφίζων τοιουτοτρόπως, αλλά ως γωστόν η Λαογραφία είναι μια ενέξοδη εγγράμματη ενασχόληση με την οποία μπορεί να ασχοληθεί ο πάσα ένας κι ατιμωρητί· είναι επιστημονικά ανοχύρωτη κι ακατοχύρωτη. Παρακαλώ εδώ να μου επιτεθούν για την ολιγολοαγραφοσύνη μου οι κ.κ. Λαογράφοι και Οικολόγοι –πάλι αυτοί;- μάλλον όχι οι οικολόγοι εδώ αλλά με όσα παρακατιών θα γράψω θα δώσω λαβή στον κ. Αι-Λάζαρον με την διφυή υπόστασή του, πότε οικολόγος πότε πολιτικοπρασινολόγος, πότε κόμμα (που δεν δέχεται σκώμμα) πότε κίνημα (αυτό κι αν είναι τέτοιο!), όπως τον βολεύει δηλαδή- να μου ριχτεί καθοριστικά ίσως και με νοκ άουτ.
Ανήμερα της φετινής γιορτής του Αϊ-Γιάννη έφτασα ως την είσοδο του καθεδρικού της πόλεως, παραμέσα δεν πάω όταν λειτουργούν δύο παπάδες οι οποίοι στον εσπερινό και στο «Κύριε εκέκραξα» μ’ αφήνουν ...αθυμιάτιστο (κατά τον «Αλιβάνιστο» του Αλεξ. Ππδ.) δια την ιερά χλεύην που τους φιλοδώρησα άλλοτε. Σε σημείο που ο μόνιμος (άγιος) του στασιδιού στον οποίο προσκολούμαι σαν βδέλλα δίπλα του (έχει εξασφαλίσει σίγουρα θέση στον Παράδεισο, όταν όλοι μας θα τα «γυαλίζουμε» στην Κόλαση μαζί μας κι ο κ. Παγούνης που τα βάζει με την αγία Αικατερίνη) με τους άπειρους εκκλησιασμούς και τις υπερεκατόν είκοσι εισόδους του στο άγιον Ορος (κάθε είσοδος εκεί, λεν οι αγορείτες, εξαλείφει μια μεγάλη αμαρτία, άρα;) να μου λέει: «Πήγαινε παραπέρα γιατί πιάνουν και μένα τα σκάγια της α-θυμιατήσεώς σου». Μια αγία γυναίκα (αγίες θεωρούνται σήμερα οι απλές γυναίκες του λαού του χωριού ή της πόλης που διατηρούν μια έμφυτη ευλάβεια διακρίνονται για το ειρηνικόν του βίου και ρίπτουν χάρτινο νόμισμα στον δίσκο κατά την προτροπήν του αγίου Ποιμένα τους) μου έδωσε ένα μεγάλο κλωνάρι με το ομώνυμο της εορτής άνθος του Αγιάννη. Είναι μία απ’ αυτές τις γυναίκες τις στερημένες λειτουργιών, αφού οι παπάδες (όχι ιερείς) ως γνήσια τέκνα του δεσπότη τους έκοψαν για λόγους οικονομικούς («ο πόσα δίνεις κι ο πόσα παίρνεις» του Κ. Παλαμά) εκείνες τις ωραίες λειτουργίες της Τετράδης στα ναΰδρια Αγίας Αννης, και Μεταμορφώσεως του Σωτήρος δίπλα από τον χαίνοντα και ερειπωμένο Ξενία.
- Εξ αυτού εμνήσθην ημερών προβατοαρχαίων...
«Πόσο ξένο και μοναχικό θεωρώ μερικές φορές τον εαυτό μου! Ολη μου η ζωή είναι για μένα μια μεγάλη νοσταλγία»
Mahler
Μια Κυριακή πρωί ο ήλιος (καιρός κάπως νεφελώδης) μας βρήκε στο βουνό της μνήμης και της νοσταλγίας μας, με προϊστάμενον οδοιπορίας τον Γ. Μτλγκ. Πορεία επιστροφής στο χρόνο μέσα από τα ερείπιά του κι όπως αυτά χαράζονται στις στρούγκες της νεότητας, κυρίως με το άρμεγμα των προβάτων στο βουνό. Στη Βίγλα, τον ορίζοντα μας, τη γέμισαν με κεραίες της κινητής τηλεφωνίας οι λιμασμένοι του κέρδους κι οι λυσσασμένοι (κι εμείς κι εμείς εκεί...) της κάθε στιγμής επικοινωνίας! Περπατήσαμε το φρύδι στο Κράκουρο -κι αυτό είναι ο δυτικός ορίζοντας του λεκανοπεδίου- συναντήσαμε ένα εικονοστάσι στη μνήμη Αλεξάνδρου του φίλου του Θεού, αν κι εδώ έχω μια σύγχυση περί ποιού Αλεξάνδρου πρόκειται, δε ζει και ο Μάκης, υιός Μ. Σιαμέτη, να μου το ξεκαθαρίσει ως εορτογνώστης- ...βόσκοντας χαμοκέρασα, λιλιπούτειες φράουλες. Μ’ αυτά ήρθαν και οι μνήμες από αφηγήσεις του πατέρα στις μάχες των ελληλοελλήνων του Γράμμου· έχει πλέον σημασία σε ποιά πλευρά ήταν, ενδιαφέρει κανέναν αυτό πλην των «υπαλλήλων» του ΠΑΜΕ (να αρπάξουμε ό,τι μπορούμε). Ομως, τι μου φταίνει αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι; Πηχτή δροσιά, πέτρες βουνού υπέροχες, πουρνάρια αδιάσχιστα, λιγόστεψαν τόσο πολύ τα κοπάδια αποψίλωσής των. «Μιλούσε αυτός που οδηγούσε» για τα πράγματα που κάτεχε από ίδια μνήμη, αλλά και από αφηγήσεις παλαιοτέρων. Τα γελαδομάντρια, κλειστοί χώροι μέσα στο κεδροπουρναρόδασο, όπου μάζευαν τα γελάδια οι γελαδάρηδες του τότε - τώρα το επάγγελμα αυτό μόνο ως επίθετο επιχωριάζει στην πόλη. Ηχοι κουδουνιών από γελάδια χαμένοι στο χρόνο και στο ασύλληπτό του χαραγμένοι στις πέτρες. [Ο ήχος των αγελαδοκούδουνων ως σύμβολο «απόκοσμης μοναξιάς» στο Μάλερ. Αυτός ήθελε μ’ αυτόν να προσδώσει τον χαρακτήρα ενός ολότελα γήινου θορύβου που ηχεί από πολύ μακρινή απόσταση και σβήνει. Σ’ εκείνα τα σημεία του έργου του ο ίδιος αισθανόταν «σαν να βρίσκεται στην υψηλότερη βουνοκορφή ατενίζοντας την αιωνιότητα. Καθώς λοιπόν ο σταδιακά εξαλειφόμενος ήχος των κοπαδιών που βόσκουν μακριά φθάνει ακόμη στ’ αυτιά εκείνου που οδοιπορεί στα ορεινά υψώματα, σαν ύστατος χαιρετισμός έμψυχων όντων» ο συγκεκριμένος ήχος του φαινόταν και ως ο μόνος ενδεδειγμένος για τον συμβολισμό της «απόκοσμης μοναξιάς». Κ. Φλώρου «GUSTAV MAHLER οραματιστής και δυνάστης», εκδ. Νεφέλη.] Τα αλώνια, πλακόστρωτοι κυκλικοί χώροι όπου αλώνιζαν οι παλιοί το στάρι από τα χωράφια που είχαν στο βουνό. Πάντα εκεί κι η πέτρινη καλύβα τους για να κοιμούνται. Σε μια τέτοια στο αλώνι του μπάρμπα Χαρίση κοιμήθηκαν οι αντάρτες (στο δεύτερο αντάρτικο) τους βράδιασε εκεί μετά την περιπολ(ε)ία τους στα χωριά του κάμπου. Ομως στο ύπνο, τούς έπεσαν κάποια κομμάτια λίρες στα άχυρα. Οταν γύρισαν να τις ψάξουν έβαλαν το μαχαίρι μέσα σχεδόν στο λαιμό (μην έκοψαν και μέρος του κιόλας) του μπαρμπα Χ. να τους αποκαλύψει αν τις βρήκε. Αυτός έπιασε το «δεν», έλεγε η μάνα, μέχρι τέλους. Αντεξε, γλίτωσε μόλις! Χάρισε μια από τις «χαμένες» σ’ αυτήν κι αυτή με τη σειρά τους, και με τα χρόνια, τη χάρισε στην ομώνυμη εγγονή της, όταν γεννήθηκε. Επαιζε μ’ αυτή (κι όσες άλλες μάζεψε) αφού μόνον συμβολική αξία έχουν και χρησιμεύουν σε οικογενειακά γεγονότα, εκτός από κείνες που βρήκαν σε τενεκέδες κάποιοι που τους είχε τάξει η μοίρα, το κόμμα, οι περιστάσεις να τις βρουν... μόνον όμως αυτοί!
Σκύβω σ’ αυτές τις πλάκες που μόλις φαίνονται και φιλώ πάνω τους, το χρόνο, που δεν έζησα αλλά τον άκουσα να υπάρχει και να περνά στους άλλους, στους δικούς μου, κομμάτια ίδια είμαστε άρα και από μένα.
Θέση Μπαράκος. Από που το όνομα; Ακουγα για ένα χώρο διασκέδασης –Θεσσαλονίκη, Αθήνα ποιος ξέρει;- για «Μια βραδιά στου Μπαράκου»! Στον «Αλιβάνιστο» του Ππδ. ένα μεγαλοβοσκό τον λέγαν Μπαρέκο...Τρεις οι στρούγκες προβάτων εκεί. Μηνά τ’ Ανέμελου στη μέση και κοντά στο πηγάδι με τις κουπάνες (ποτίστρες τις λένε οι αναπτυξιολόγοι κι οι καταχραστές σκανδαλοποιοί τους) ποτίσματος –χρησίμευε και για το ίδιον μπάνιο στη χάση και τη φέξη του χρόνου-, του Απόστολου Γκουτζιώτη, (κι αντιγράφω από τον «Αλιβάνιστο» μιαν εικόνα όχι όμως αυτού «.. Ο γέρων εφαίνετο αληθινός λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου απροσδιορίστου χρώματος και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμην, μαύρην ακόμη και ψαρά σγουρά γένεια.» πρώτη. Στην κορυφή του πεδίου ήταν των Μηντιλάδων ονοματοπαραποίηση των Δουγαλήδων, μεγάλης φάρας στο χωριό. Πριν φτάσεις εκεί- μνήμη εδώ σ’ έχω- σε ορμούσαν τα σκυλιά της πρώτης στρούγκας λυσσασμένα για άνθρωπο ξένο. Κάθεσαι τώρα στην οικεία στρούγκα του Μηνά στην ίδια πέτρα (της υπομονής) που κάθισες τόσες φορές όταν πήγαινες μαθητιών να κουβαλήσεις το γάλα από τα πρόβατα. Εσύ «λαλούσες» δηλ. τα οδηγούσες χτυπώντας τα πότε άγρια, πότε άκεφα, ποτέ όμως με όρεξη, προς την «Προβατική Πύλη» απ’ όπου ένα ένα περνούσαν για να αρμεχτούν. Αλλά εσύ συνήθως ήσουν χαμένος στο επί των γονάτων βιβλίο: Σαίξπηρ, οι Ρώσοι κλασικοί, ο Αλεξ. Ππδ. και σε φώναζαν λίαν προσβλητικά: «Αϊντε βάρε...». Αυτό σ’ έσφαζε ορισμένως αλλά και πάλι επέστρεφες («Επέστρεφε και παίρνε με...» στα προσφιλή σου. Εκεί πέταξες τη μεσαίου μεγέθους πέτρα για να μαζέψεις τα πρόβατα στη στρούγκα και χτύπησες κατακούτελα, στο σταυρό, το κατσίκι (είχε και μερικά γίδια το κοπάδι) κι αυτό πέθανε εντελώς κι αμέσως. Το πρώτο αλλά και το μόνο τόσο βαρύ, της ζωής μου αμάρτημα (Σιγά, έχασες το μέτρημα μάλλον!). Το ομολογώ τώρα κι ας με περιλάβει ο πρασινολόγος ως εριφιοκτόνο και δικαίως, παρότι παραγράφτηκε το έγκλημα από το νόμο των ανθρώπων αλλά όχι κι από το νόμο της φύσης.
Άρχισε ψιλή η βροχή. Μου δάνεισαν ένα αδιάβροχο οι φίλοι ότι εντελώς ανέτοιμος βγήκα στο βουνό. Ούτε βακτηρία δεν είχα αν και στο γραφείο μου, άνω των 30 καμαρώνουν ανενεργές, έργα των χειρών του στασιδιοσιομάρτυρα του αγ. Νικολάου. Το αλώνι τ’ Τσιροϊάννη (δεν κατέχω και το ιδίωμα να το γράψω δίχως λάθος) μεγάλο κι εντυπωσιακό. Αυτός ασχολούνται σ’ όλο το βίο του με τις πολεμικές τέχνες: όπλα, σφαίρες, πυρομαχικά, εκρήξεις, πυροβολισμοί, κυνήγια, παλιές χειροβομβίδες άσκαστες κλπ. Σε τέτοιο σημείο είχε «ειδικευτεί» ώστε έδινε στους χωρατατζήδες του χωριού και ...βεβαίωση προϋπηρέσιας όταν πήγαιναν να δουλέψουν στα μεταλλεία χρωμίτη Αποστολίδη στις σήραγγες του Γιάχου, λίγο παρακάτω δηλαδή, ότι στο «Καλυκοποιείον – Πυριτιδοποιείον Τσιρογιάννη» δούλεψαν όπως άλλοι στο αντίστοιχο του Μποδοσάκη.
Πιο πίσω ο τετράκλωνος κέδρος - έτσι τον ονόμασε ο αρχηγός- για τον οποίο ο Π. Β. Πάσχος έγραψε ένα ωραίο ποίημα κι ατενίζαμε τα βουνά μας: Ασπροβούνι, Καστρί με τα ερείπια του αρχαίου Κάστρο και τον εκεί βοσκότοπο (με τις πολυχρόνιες δικαστικές έριδες Λευκοπηγής – Μεταμορφώσεως)· η Τζερβένα, Νεράιδα, τα βουνά και υπόβουνα δηλαδή του Μπούρινου.
Επιστροφή. Απ’ το κοπάδι του Φόρη μας γαύγισαν τα σκυλιά αλλά εντελώς υπηρεσιακά, μας ένιωσαν μάλλον ως συγχωριανούς ενώ στο μαντρί, τι λέω ολόκληρη ποιμενική βιοτεχνία του Μουρταζά στο Πορτοράζι τα σκυλιά του όρμησαν να μας πετσοκόψουν αλλά το 4Χ4 ήταν απόρθητο. Είμασταν στη συνείδησή τους εχθροί, αναδρομικά κι αυτό πήγαινε και στις σκυλογενιές από τότε που τα χωριά πιάστηκαν σε πόλεμο για το νερό της Βίγλας και κόντεψαν να φτάσουν (δεν έφτασαν) σε μάχες εκ του συστάδην με κόσες δρεπάνια τσεκούρια, δίκαννα. Αντάλλαξαν όμως ομηρικούς πολεμικούς διαλόγους ο καθείς στον λεκτικό του τρόπο.
Ανωθεν του Πρωτοχωρίου το κτήμα Κουσίδη. Από τα πρώτα της περιοχής μαζί με του Ζήση Βενιώτη το περιβόλι και τα ακουστά φιρίκια, στα όρια των δύο κοινοτήτων. Παλιά δέντρα και μια γέρικη μουριά φορτωμένη.
Την ίδια είδαμε στον κουζινικό χώρο της μικρής αγίας Αννας στο άγιον Ορος, πριν λίγες μέρες.
Φάγαμε. Απλώς μας ανανέωσαν κι οι δύο το ρεπερτόριο των αναμνήσεων.
***
7 Ιουλίου. Ολη τη μέρα ακούω το «Τραγούδι της γης» του Μάλερ ημέρα γέννησης του συνθέτη, 150 χρόνια πριν, κι εγώ επιστρέφω στη δική μου γη χώνομαι σ’ αυτήν και χάνομαι στο τραγούδι της.
Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009
H ποίηση κάνει τη διαφορά
Bασίλης Καραγιάννης "Το χρώμα της νοσταλγίας"
διηγήματα εκδόσεις Γαβριηλίδης
Από την Κατερίνα Καριζώνη
Δεκατρία διηγήματα περιλαμβάνει το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο του φίλου κι εξαίρετου ποιητή Βασίλη Καραγιάννη , γνωστού λόγιου της Κοζάνης , έκδότη του περιοδικού ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, και για ένα διάστημα διευθυντή του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης. Θ΄ αρχίσω μ΄ ένα μικρό απόσπασμα από ένα πολύ χαρακτηριστικό για το πνεύμα του βιβλίου διήγημά του που τιτλοφορείται : Επιδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων: "Δεν μας χρειάζονται εμάς οι πρωτεύουσες .Γενικώς οι δευτερεύουσες σε εισαγάγουν στην ουσία." Πράγματι Βασίλη, δεν μας χρειάζονται εμάς οι πρωτεύουσες ΄.΄Εχουμε μάθει να δουλεύουμε στην απομόνωση , στη μελαγχολική και ενδοστρεφή ατμόσφαιρα της επαρχίας ,ιδίως όταν πιάνουν τα κρύα εδώ στο βορρά , κλεινόμαστε για τα καλά στα σπίτια μας και σκύβουμε στο έργο μας σε πόλεις γεωγραφικά δευτερεύουσες που όμως είναι πρωτεύουσες της έμπνευσής μας .Διαβάζοντας τα διηγήματα του Βασίλη Καραγιάννη διαπίστωσα για πολλοστή φορά , αυτό που είχα συνειδητοποιήσει εδώ και καιρό , ότι οι ποιητές όταν αποφασίζουν να γράψουν πεζογραφία γράφουν καλύτερα άπ΄τους καθαρόαιμους πεζογράφους γιατί έχουν την ποίηση στο αίμα τους κι η ποίηση απο μόνη της απογειώνει τα κείμενα . Αυτή η πτητική δύναμη του λόγου που διαθέτει η ποιητική γραφή , όταν συνδιαστεί με το αφηγηματικό κείμενο παράγει πάντα εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Τα διηγήματα όμως του Βασίλη Καραγιάννη εκτός από την ποιητική στόφα τους διαθέτουν και χιούμορ ,συχνά καυστικό , ενδιαφέρουσα χρήση της γλώσσας με έντονο το γλωσσοπλαστικό στοιχείο αλλά και μια παράλληλη και υπόγεια αναδρομή και ανάπλαση της Ιστορίας της Μακεδονικής Ενδοχώρας . Καλός γνώστης της Ιστορίας ο Βασίλης Καραγιάννης , έχει ενδιατρίψει χρόνια στην περίφημη Βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Βίβλίου και Ανάγνωσης της Κοζάνης και στις μοναδικές εκδόσεις της κι αυτό φαίνεται από την πρώτη ματιά . Στα διηγήματά του διασταυρώνεται το ποιητικό ταλέντο με το αφηγηματικό ύφος , η επίγνωση της τοπικής Ιστορίας αλλά και το πηγαίο χιούμορ, το γλωσσοπλαστικό δαιμόνιο με την καυστική σάτιρα , η νοσταλγία των τρυφερών χρόνων αλλά και η μελαγχολία της κλειστής ζωής , της μικροιστορίας των ανθρώπων αλλά και του μικρόκοσμου της επαρχίας.Δεκατρία πολύ δυνατά κείμενα με το χρώμα και το ύφος της νοσταλγίας που διαθέτουν και τα ποιήματά του.
Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009
Νοσταλγία σε τόνους παπαδιαμαντικούς
Της κ. Κούλας Αδαλόγλου
Τι χρώμα έχει η νοσταλγία; Για τον Βασίλη Καραγιάννη, πάντως, όχι το χρώμα της συγκινημένης ωραιοποίησης. Ένα κοίταγμα προς τα πίσω – η νοσταλγία με αυτή την έννοια – οδηγεί τον αφηγητή να δέσει μαζί ανθρώπους και τον τόπο, τον τόπο που παθαίνει από τους ανθρώπους και τους ανθρώπους που πορεύονται μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο, και να κοιτάξει πιο πίσω, σε παλιότερα χρόνια, επιχειρώντας ένα είδος χρονικού. Η πρωταγωνίστρια πόλη είναι για μια ακόμη φορά, όπως και στα περισσότερα έργα του Καραγιάννη, φορά η Κοζάνη με τις γύρω περιοχές της.
Ο Βασίλης Καραγιάννης γεννήθηκε στη Λευκοπηγή Κοζάνης το 1953, ζει και εργάζεται στην Κοζάνη. Από το 1984 εκδίδει και διευθύνει την πνευματική επιθεώρηση της Κοζάνης Παρέμβαση. Από το 1996 ως το 2003 διετέλεσε διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης. Από τα έργα του, να αναφέρω το μυθιστόρημα Το 6,6 της σκηνοπηγίας, 2001, τη συλλογή διηγημάτων Περιπλάνηση ένδον, 1995, τις αφηγήσεις Οι χάρτες των ονείρων μας, 2002, και τις οδοιπορικές αφηγήσεις Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω, 2007.
Στο βιβλίο του Το χρώμα της νοσταλγίας τα κείμενα ονομάζονται διηγήματα. Θεωρώ ότι ο όρος αφηγήματα αποδίδει καλύτερα το είδος τους, εφόσον ο βασικός σκοπός τους δεν είναι η αυτόνομη πλοκή και η δράση που ξετυλίγεται και ολοκληρώνεται σε ένα κείμενο, αλλά ένας γενικότερος στοχασμός για τα ανθρώπινα και χαρακτηριστικά στιγμιότυπα που δίνουν την αφορμή για ακτινωτές αναφορές σε διάφορες στιγμές του παρελθόντος αλλά και στο παρόν.
Στα αφηγήματα του Βασίλη Καραγιάννη διασταυρώνονται η πόλη, οι άνθρωποι, ο χρόνος, η ιστορία. Μολονότι και η πόλη και οι άνθρωποι αποτελούν κέντρα της αφήγησης, ο κύριος άξονας είναι τα στιγμιότυπα, όπως προαναφέρθηκε. Μια στιγμή γίνεται η αφορμή, για να γεννηθεί η ιστορία, που δένει το παρόν με το παρελθόν, τις γειτονιές της πόλης μεταξύ τους, τους ανθρώπους που έζησαν εκεί με αυτούς που άφησαν πίσω τους.
Το χιούμορ του Καραγιάννη λοξό, στυφό κάποτε, εμποδίζει τη γλυκερότητα αλλά επιτρέπει τη συγκίνηση. Ανατρέπει καταστάσεις, στρεβλώνει τις εικόνες χωρίς να τις παραμορφώνει. Υποδόριο χιούμορ, γίνεται συχνά αυτοκριτικό κοίταγμα, καυστικό σχόλιο, ειρωνικό πείραγμα για τον τόπο και τους ανθρώπους, που ξέρει να τους αγαπάει, αλλά αυτό δεν εμποδίζει να διακρίνει τα ελαττώματά τους. Να αναφέρω το αφήγημα «Άνεμος…δηλαδή κατά πώς λέν’ έγινε αέρας», το οποίο εξελίσσεται με κινητήριο δύναμη το πικρό χιούμορ παράλληλα με την ιδιόλεκτο του Καραγιάννη σε μια από τις δυναμικότερες εκφορές της.
Οι άλλες πόλεις. Δύο από τα αφηγήματα («Επιδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων» και «Ένα κρασί για δύο εντελώς») αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη, όπως γίνεται εξάλλου φανερό και από τον τίτλο του πρώτου αφηγήματος που παραπέμπει στον Γ. Ιωάννου. Στη Θεσσαλονίκη που ο αφηγητής δηλώνει ότι έζησε τα φοιτητικά του χρόνια – και ο συγγραφέας όντως εκεί πέρασε τη φοιτητική ζωή. Η Θεσσαλονίκη, ωστόσο, δεν έχει γλυκό χρώμα νοσταλγίας. Μάλλον με χρώματα θλιμμένα παριστάνεται. Η διάψευση ίσως που επιφυλάσσει ο γυρισμός σε μέρη που ζήσαμε κάτω από άλλες συνθήκες. Και η απωθητικότητα της μεγαλούπολης, σίγουρα («Αλλά Οκτώβριος ήταν περίπου[…]κι είναι τώρα ένα πανηγύρι θλιμμένων χρωμάτων. Το κίτρινο σε όλες του τις αποχρώσεις.. το ζωηρό, το σάπιο, το ημισεσιπώς θαμπό, η γνήσια ώχρα, το βυζαντινό κεραμιδί, τα καφέ της γης […], σ.25). Σε ένα τρίτο αφήγημα («Λεωφορείον το πάθος») η Θεσσαλονίκη αποτελεί την αφετηρία για ταξίδι με λεωφορείο στη Σόφια, όπου και μία λογοτεχνική συνάντηση, που πάλι αφήνει σκεπτικό τον αφηγητή. Σαν να βιάζεται να ξαναγυρίσει στην πόλη του, στο χώρο του. Και ένα τέταρτο αφήγημα τιτλοφορείται «Σικελικόν απόδειπνο» και περιγράφει την παραμονή κάποιων ημερών στη Σικελία. Ομολογουμένως πιο νοσταλγικό, με αναφορές στο Θουκυδίδη, στη σημερινή Αίτνα αλλά και σε σύγχρονους Σικελούς καλλιτέχνες, τελειώνει με στίχους του Ρίτσου, που δημοσιεύονται σε ιταλικό περιοδικό – και υποδηλώνουν κάποια γλυκιά θλίψη αποχωρισμού: «Πού θα πάμε; -Όλο και πιο πέρα λένε τα μάτια σου». Το ομώνυμο του τίτλου αφήγημα αναφέρεται στα χρόνια του στρατού. Έχω διαβάσει και έχω ακούσει αφηγήσεις ανδρών για τα χρόνια αυτά. Το αφήγημα έχει την ιδιαιτερότητα ότι εστιάζει σε κάτι διαφορετικό: στη συμμετοχή του αφηγητή με τους συστρατιώτες του ως κομπάρσων στην ταινία του Κακογιάννη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Και δεν είναι ότι γυρίζει νοσταλγικά στα χρόνια του στρατού και στο συγκεκριμένο γεγονός. Είναι ότι ο σκηνοθέτης μάταια αναζητά στα μάτια των φαντάρων-κομπάρσων το βλέμμα της νοσταλγίας. Τι χρώμα έχει η νοσταλγία; Πώς αποτυπώνεται στα μάτι ανθρώπων που ζουν μακριά από την εστία τους; Πότε αποτυπώνεται; Και το χιούμορ του Καραγιάννη παρόν, άλλοτε πιο φανερά και άλλοτε υπόγειο. Μπορεί να πει κανείς ότι τα πέντε αυτά αφηγήματα λειτουργούν φυγόκεντρα προς το βασικό κέντρο αναφοράς, την Κοζάνη, διασπώντας ως ένα βαθμό τον άξονα του τόπου, πλουτίζοντας όμως την αφήγηση με εικόνες και στιγμιότυπα άλλων εμβόλιμων δευτερευόντων κέντρων, κοντινότερων ή πιο μακρινών.
Ωστόσο, θεωρώ ότι το αφήγημα «Το χρώμα της νοσταλγίας» είναι από τα πιο ενδιαφέροντα της συλλογής, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Μαζί και το «Άνεμος…δηλαδή κατά πώς λέν’ έγινε αέρας» - η σημασία του τονίστηκε και πιο πάνω – και με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, που μιλάει μια γλώσσα «διαφορετική» από τους συμπολίτες του (πιο λόγια), να οδηγείται βήμα βήμα στη γελιοποίηση, στο διασυρμό και, τέλος, στην τρέλα. Από την αναφορά αυτή στα κείμενα που με έθελξαν περισσότερο δεν πρέπει να λείψει και το «Βασιλικός εν τάφω και μαϊδανός στην τάφρο»: το αφήγημα αυτό συνδέει παλιότερες ιστορίες με τωρινά γεγονότα και αποτελεί την πιο έντονη κριτική ματιά στην πραγματικότητά μας που προσπαθεί να εντάξει ανθρώπους από άλλες χώρες, επιτυχώς εν μέρει, ανεπιτυχώς στο τέλος. Αποτελεί παράλληλα μια καθόλου κραυγαλέα, πλάγια, σιωπηλή και κυριολεκτικά υπόγεια ιστορία αγάπης και αφοσίωσης, καθώς ο ξενόφερτος συνεχίζει να λατρεύει την ντόπια γυναίκα του, που τον βόηθησε να νοικοκυρευτεί στον ξένο τόπο, στον τάφο της μέσα από το βασιλικό που βλασταίνει από το σώμα της. Ώσπου ο σαλός του χωριού έρχεται να διαγουμίσει το βασιλικό, και η αρχή του τέλους έχει ξεκινήσει. Να προσεχθεί και σ’ αυτή την περίπτωση η ελαφράδα που προσπαθεί να προσθέσει στο όλο τραγικό τοπίο η γραφή του Καραγιάννη, από τον τίτλο ακόμα.
Οι τύποι-ήρωες των αφηγημάτων παρουσιάζουν συχνά ιδιαιτερότητες και ιδιορρυθμίες στο χαρακτήρα τους, ενώ από την άλλη μεριά έχουν πάντα τη συμπάθεια του αφηγητή. Διακρίνω μια παπαδιαμάντεια διαπραγμάτευση τέτοιων σκηνών, που έχουν σχέση κυρίως με το παρελθόν. Χαρακτηριστικά παραπέμπει και ο τίτλος του τελευταίου αφηγήματος, αν και αυτό διαδραματίζεται κάπου μέσα στη δεκαετία του ’90. Με την οπτική του Παπαδιαμάντη συνδέεται και η γλώσσα, κυρίως σε περιγραφές αποκλινόντων τύπων – χαρακτηριστικά αφηγήματα: «Ο απόλογος χλαίνης», «Η ποιμενική συμφωνία, Μηνάς ο ανέμελος», ίσως και το «Βασιλικός εν τάφω και μαϊδανός στην τάφρο», μολονότι το τελευταίο ακουμπά περισσότερο στις μέρες μας. Στο βιβλίο του αυτό του Καραγιάννη υπάρχει απομάκρυνση από τη βυζαντινή χροιά της γλώσσας, αλλά πολύ συχνά απαντάται ό,τι ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει στο δεύτερο αφήγημά του ως «έντεχνη μεταποίηση της γλώσσας επί το ιδιωματικότερον» (σ.24) – και επί το λογιότερον θα έλεγα – φράση που αποδίδει πολύ καλά τη σύσταση της ιδιολέκτου του.
Ο Βασίλης Καραγιάννης είναι από τους συγγραφείς που βάζουν μια πόλη στο κέντρο της συγγραφής τους, χωρίς με τον τρόπο αυτό να περιορίζουν το ενδιαφέρον των βιβλίων τους – αναφέρω επιπλέον το Βασίλη Αρφάνη-Λαδά και τον Κοσμά Χαρπαντίδη, με πόλεις αναφοράς την Κοζάνη, την Πάτρα και την Καβάλα αντίστοιχα. Φυσικά, ο καθένας κρατά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γραφής του ( στον Λαδά και στον Χαρπαντίδη υπάρχουν κείμενά τους ειδικά αφιερωμένα στις πόλεις που ονομάσαμε, το Ρίον-Αντίριον και η Μανία πόλεως αντίστοιχα): Ο Λαδάς με τη στοχαστική απόχρωση της αφήγησης, που αγγίζει το δοκίμιο, ο Χαρπαντίδης με την ποιητική αφαιρετική αφήγηση, και ο Καραγιάννης με την τόσο προσωπική του ιδιόλεκτο.
Έχουμε, λοιπόν, έναν παπαδιαμαντικό συγγραφέα της εποχής μας; Σε καμιά περίπτωση με την έννοια του αναχρονιστικού, ίσα ίσα με την έννοια του ιδιαίτερου σύγχρονου. Είτε πρόκειται για ιδιοσυγκρασιακή συνάφεια είτε για αφομοίωση αφηγηματικών στοιχείων και γόνιμη αξιοποίησή τους είτε, το πιθανότερο, για συνδυασμό των δύο παραπάνω. Αναφέρω χαρακτηριστικά: τη σκιαγράφηση των προσώπων μέσα σε λίγες γραμμές, ώστε να φανούν αμέσως οι ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους. ο ιδιαίτερος, πολλές φορές αποκλίνων χαρακτήρας των προσώπων αυτών και η τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζονται από το συγγραφέα. η περιγραφή του τόπου μαζί με την περιγραφή των προσώπων, με τρόπο ώστε οι περιγραφές να αποτελούν η μία αναπόσπαστο κομμάτι της άλλης, αφού είτε χωρίς το συγκεκριμένο τόπο/τοπίο είτε χωρίς τα πρόσωπα η αφηγημένη ιστορία δε γίνεται κατανοητή. η γλώσσα, με στοιχεία εκκλησιαστικά, με λόγιες εκφράσεις αλλά και γενικά με ένα προσωπικό ύφος που βασίζεται σε μία ολωσδιόλου ιδιαίτερη ιδιόλεκτο. Βέβαια, η κριτική ματιά του Καραγιάννη, σε όσα διαδραματίζονται στο παρόν αλλά και σε γεγονότα παλιότερα που έζησε ή άκουσε να του αφηγούνται, δίνει στην αφήγησή του τη δική της ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη φωνή.
Περιοδικό
ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ τχ. 83/2008
Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2009
Θα ήθελα να ήμουν ένας από τους ήρωές του και ας δεχόμουν τον πιο ακραίο χλευασμό του, ακόμα και κυνισμό του
Γιώργος Κ. Σταματόπουλος
Το ειρωνικό ύφος διάσπαρτο, στα κείμενα της συλλογής διηγήματων του Βασίλη Καραγιάννη, δεν είναι εύκολη λογοτεχνική υπόθεση. Απαιτεί υψηλό γούστο, λεπτή ψυχολογική εμβάθυνση, γνώση του αντικειμένου ή υποκειμένου, οξεία παρατήρηση, σωκρατική μαιευτική τέχνη, οξύαιχμη επιθετικότητα, διεισδυτικότητα και, κυρίως, βαθειά μεταρσιωτική και μετουσιωτική δεινότητα του συγγραφέα όταν παραδίδει το τελικό προσφόρημά του.
Δεν ανέφερα τη σωστή χρήση της γλώσσας διότι την θεωρώ γεγονός εκ των ων ουκ άνευ για συγγραφείς τέτοιου επιπέδου (αν και συνάντησα δύο – τρία λάθη, οφειλόμενα στον δαίμονα του τυπογραφείου, ελπίζω).
Όσα προανέφερα, ο συγγραφέας τα διαθέτει. Η ειρωνεία, συνοδευόμενη αυτό έναν συνεχή υπόρρητο σαρκασμό, είναι ο τρόπος του να αμύνεται απέναντι στη χυδαία υλοφροσύνη που έχει καταλάβει τους ανθρώπους (ή μήπως, αυτή η χυδαιότητα είναι εγγενής; Θα δούμε.).
Μέσα από την ειρωνεία αναδύονται η συγγραφική του αγωνία αλλά και το κοσμοείδωλό του, ένα κοσμοείδωλο ακραιφνώς δικό του στο οποίο αναμειγνύονται καταιγιστικά η σκωπτικότητα και η τρυφερότητα. Αυτή η ίδια η ειρωνεία τον απελευθερώνει από ηθικοπλαστικά ολισθήματα και από ρομαντικές ή φιλοσοφίζουσες πομφόλυγες. Παραμένει έτσι άπεφθο και λαμπρό–το συγγραφικό ταλέντο να τέρψει, να προβληματίσει, να παιδεύσει.
Το φλερτ του με την ελληνική γλώσσα είναι κυνικό σχεδόν. Της επιτίθεται, την ερωτεύεται, την εκπορνεύει, την κάνει αγία τελικά. Δεν φοβάται να γλωσσοπλάσει, να χρησιμοποιήσει διπλοτυπίες, να ανακατέψει με περισσή άνεση δημοτική και καθαρεύουσα. Το νομικό λεκτικό του υπόβαθρο του παρέχει την άνεση να κυριεύσει το λαϊκό ιδίωμα και να αναδείξει τη διάρκειά του, το λαογραφικό του υπόστρωμα, το παλίμψηστο της νεοελληνικής γλώσσας τελικά.
Η θητεία του στους μεγάλους μας διηγηματογράφους είναι φανερή. Παπαδιαμάντης, Ροΐδης, Βιζυηνός, Σκαρίμπας, μεγάλοι μαστόροι του λόγου, είναι παρόντες στις περιγραφές του.
Θα δοκιμάσω μία, ένα κατ’ ένα, προσέγγιση των διηγημάτων του, με αποκλειστικά δική μου αιτιολογικά σειρά.
Πρώτον από το σπαραχτικό, κατ’ εμέ πάντοτε, «Άνεμος...δηλαδή κατά πως λεν έγινε αέρας». Είναι η ιστορία ενός ταχυδρομικού διευθυντή σε μια επαρχιακή πόλη, που όταν χρησιμοποιεί τη λέξη άνεμος αντί αέρας γίνεται ο περίγελος της μικρής κοινωνίας με αποτέλεσμα να καταλήξει σε δημόσιο ψυχιατρείο. Δοσμένο με εξωφρενικά ουδέτερη στάση του συγγραφέα, που δηλώνει και την εν γένει απόσταση του από τα αφηγούμενα, φέρνει στο φως την «ένυλη, αγία ανία» της ελληνικής επαρχίας, τα αδιέξοδα της, το άλλοθι που αναζητεί εναγωνίως για να καλύψει τη μιζέρια της καθημερινότητας, την απουσία λαχτάρας, ονείρου, νοήματος τελικά. Η λέξη «άνεμος» με την οποία περιγελούν τον ταχυδρομικό διευθυντή, καταντά το λυτρωτικό φετίχ της μικρής πόλης. Εντυπωσιάζει, όπως προείπα, η ουδετερότητα του αφηγητή, και αυτό είναι, νομίζω, από τα μεγάλα του πλεονεκτήματα, συγγραφικό επίτευγμα σπάνιο, θα έλεγα. Καμιά συμπάθεια, αλλά και καμιά ειρωνεία, προς τα πρόσωπα. Αυτοί είμαστε, μοιάζει να λέει και όποιος ευαισθητοποιείται έχει καλώς. Μια έξοχη ανατομία της ελληνικής περιφέρειας, που και σήμερα, βολοδέρνει στο τρώγειν τα συκώτια της, έρμαιο της κρατικής ακηδίας και της έλλειψης πολιτισμικών διεξόδων, άρα και υπαρκτικών.
Δεύτερον, το Χρώμα της Νοσταλγίας για την καταπληκτική σκηνή των γυμνών φαντάρων που προσπαθούσαν να κοιτάξουν με νοσταλγία τη θάλασσα, συμμετέχοντες στα γυρίσματα της Ιφιγένειας του Κακογιάννη. Γυμνών και κουρεμένων στο σώμα, κουρσεμένων στην ψυχή.
Ματαίως προσπαθούν χιλιάδες φαντάροι να δώσουν στις φάτσες τους το σχήμα της νοσταλγίας, αυτό δηλαδή που έχουν διαταχθεί, ήγουν να κοιτάζουν με νοσταλγία προς την Αυλίδα. Η προσωπική θλίψη- επισημαίνει ο συγγραφέας –ανάμεικτη με τη συλλογική στρατιωτική ταπείνωση.
«Αριθμοί ήμασταν όλοι μας- καταλήγει– σε μια παρτίδα ή σε μια Αυλίδα ματαιότητας».
Συμμετέχει ο ίδιος στη σκηνή παραμένοντας όμως σιωπηλός. Διότι κατανοεί την ανοησία, αντιλαμβάνεται ότι οι την τέχνη διακονούντες αδιαφορούν για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του κομπάρσου, του εκόντος – άκοντος κομπάρσου.
Πίσω από την τέχνη κρύβεται η μισανθρωπία, πίσω από την τεχνητή μαγεία η θλίψη.
Τρίτον, το πρώτον, τα Ληστρικά Παραγγέλματα. Σε μια ληστεία που λαμβάνει χώρα στην ελληνική περιφέρεια πάλι, ο ένοπλος ο ληστής κάνει λάθος και αντί για χρηματοκιβώτιο λέει γραμματοκιβώτιο. Μέσα σ’ ένα κλίμα ιλαρότητας καταγγέλλεται ευκόμψως η ανεργία, η οικολογική ανισορροπία η νεοελληνική ελπίδα του χρηματιστηρίου, η αναγωγή των ληστών τραπεζών σε λαϊκούς ήρωες, η αδράνεια της αστυνομίας. Λεπτές νύξεις για τη ληστεία ως κοινωνικού φαινόμενου με υπόλεπτες αναφέρες στην Τουρκοκρατία, στον Άρη Βελουχιώτη, στην οργάνωση 17 Νοέμβρη. Εδώ η ειρωνεία σκληρύνεται αφού «ο δείκτης τιμών καταναλωτού θλίψης συνεχώς ανεβαίνει και οι δείκτες κερδών παραμένων στάσιμοι».
Στο Πάντα με μελαγχολούσαν τα γλέντια των άλλων ο Βασίλης Καραγιάννης μας επιτρέπει να τον πλησιάσουμε περισσότερο μιας και αφειδώς καταθέτει την γνώμη του για τον Διόνυσο που ποτέ του δεν συμπαθούσε. Δίνοντας μας το κλίμα της αναίτιας ευτυχίας τεσσάρων συνδαιτυμόνων, ωμά χωρίς καμιά επιείκεια, μας οδηγεί στην ασυναρτησία του κεφιού του γλεντιού. Η γιορτή –πανάρχαια εξιλαστική συμμέθεξη απέναντι στην ανία και τη βεβαιότητα του θανάτου – παρουσιάζεται εδώ, παραδόξως, σαν ένα παραλήρημα, μια αιματηρή βαρβαρότητα, μια παραίσθηση, σαν μια αίσθηση του ματαίου, τέλος σαν μια αυτοκαταστροφή.
Όπως τονίζει στην κατακλείδα του «τα γλέντια έχουν μέσα τους μια εν γνώσει και απογνώσει διάλυση της φτηνής μας ενίοτε, βιοτής».
Αρνούμαι να συμφωνήσω με τη μελαγχολία του, δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ τον τρόπο που μεταφέρει το μάταιον ή μάλλον πεπερασμένον της ύπαρξης. Γράφει: «Οι ψυχές είναι σαν πεταλούδες. Τόσο εύθραυστες. Τις πιάνεις και δεν νοιώθεις τίποτε. Διαλύονται στο χέρι σου. Το τρίβεις και μένει μόνο η αίσθηση του ματαίου. Κάτι μεταξύ δεντρολίβανου και βασιλικού». Σέβομαι και υποκλίνομαι στην παρομοίωση του.
Πίσω από την μελαγχολία του, πίσω από την άρνηση στην έκσταση και στη θεϊκή για μένα ικανότητα του να βρισκόμαστε δύο πόντος πάνω από τη γη μέσω της μέθης, κατοικεί η τρυφερότητα, ένα εστετισμός που είναι προϊόν, νομίζω, της δυσπροσαρμογής του στην πικρή αθωότητα του γίγνεσθαι. Αλλά ένας συγγραφέας δικαιολογείται να έχει τη δική του ματιά στην αινιγματική πλοκή του κόσμου.
Στο Ένα κρασί για δύο εντελώς, στηλιτεύεται με το γνωστό πλέον ύφος η θλίψη και η μιζέρια των λεγόμενων εκπολιτιστικών εκδηλώσεων, η θέσπιση των λογοτεχνικών βραβείων ως θεσμού, και κυρίως, η ματαιοδοξία του κάθε ανθρώπου για φήμη -δόξα- εξουσία, πολλώ μάλλον όταν δεν έχει εξουσία, αλλά την ιδιοποιείται και την επικαλείται -γιατί, έτσι νομίζει, μόνον έτσι, μπορεί να υπάρχει ως καταξιωμένο κοινωνικό όν.
Η σατιρική δύναμη του Βασιλικός εν τάφω και μαϊδανός στην τάφρο, είναι εμφανής, υποκύπτει, όμως κατά την ανάπτυξη του διηγήματος από την ευσπλαχνική ματιά του συγγραφέα απέναντι στη σύζευξη πένθους και άνθους, σ’ έναν τόπο όπου κείνται οι κατοπινοί εαυτοί μας και ανθίζουν βασιλικός και το άρωμα του, μακρινή πιθανώς, ανάμνηση του Σολωμικού «έστησε ο έρωτας χορός με τον ξανθόν Απρίλη». Στέκομαι σ’ ένα οιονεί φιλοσοφικό φθέγγος του συγγραφέα, αρκούντως ξιφήρους για τα καθημερινά πάθη και αδυναμίες. «Η δύναμη της αδύνατης ατομικής εκδίκησης, που γίνεται ορδή αδιέξοδης αγάπης χριστιανικής για όλους, δηλαδή για κανέναν».
Από το Σικελικόν απόδειπνο συγκρατώ ότι «η μόνη πραγματικότητα τελικά είναι η μνήμη» καθώς επίσης και ότι «το κρασί δεν είναι η γεύση, η δροσιά, το άρωμα του.
Είναι οι μνήμες που έρχονται με αυτό. Πίνεις και θυμάσαι τι έζησες, τι δεν έζησες και με ποιους…»
Στις Κολυμβήθρες εν γένει, ξεγυμνώνεται η αυθαιρεσία της θρησκείας πάνω στο αγαθό, αθώο, αφελές και ανερώτητο πλάσμα-άνθρωπος. Ο καταναγκασμός της βάπτισης, αλλά και η πολύ ωραία σύνδεση συμβόλων της θρησκείας με τους οίκους ανοχής, χωρίς ίχνος βλάσφημης διάθεσης.
Στην Εκδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων, μέσα από ένα απλό ταξίδι, αναδεικνύεται εκτυφλωτικά το τσαλάκωμα της αξιοπρέπειας, ο γαυριασμός των κατεχόντων την παραμικρή εξουσία. Εδώ μας θυμίζει ότι ερήμην διαπράττεται το αδίκημα των ενιαυσίου εκπολιτισμού μας.
Εδώ όμως βρίσκεται, στην κατακλείδα, κι ένα από τα λάθη που είπαν στην αρχή. Σε μια εντυπωσιακή φράση διαβάζουμε. «Δεν μας χρειάζονται εμάς οι πρωτεύουσες. Γενικώς οι δευτερεύουσες σε «εισαγάγουν» στην ουσία». Πρόκειται για πεποίθηση του συγγραφέα που τη συναντάμε και αλλού, όπου τονίζει ότι «οι ελάσσονες ιστοριογράφοι είναι συνήθως οι πλέον ακριβείς στην τοπική ιστοριογραφία, αφού αυτοί διυλίζουν τις ασήμαντες πτυχές της κάθε μεγάλης ουσίας».
Το πιο σκληρό και το πιο δύσκολο ήταν για μένα ο Απόλογος της χλαίνης όπου η προσωπικά συμμετοχή απισχναίνει το χιούμορ, που παύει να είναι καταλυτικό και απλώς υπηρετεί το ύφος του συγγραφέα. Ανηλεής χλευασμός, εξοντωτική προσπάθεια υποβάθμισης μιας δύσκολης περιόδου της νεοελληνικής ιστορίας, του εμφυλίου και του απόήχου του, της ίδρυσης των Ταγμάτων Εθνικής Ασφάλειας. Το λέει άλλωστε και ο ίδιος, περιγράφοντας ένα τσεκούρι: «Κοφτερό και σκληρό όπως οι συνθήκες της μετεμφυλιακής εποχής στην ύπαιθρο».
Σκοτεινή περίοδος, σκοτεινό και το διήγημα. Διαβάζουμε ότι τα μαχαίρια έλαμπαν στη διαλεκτική των αντιθέσεων της μικρής κοινωνίας, ότι οι αντάρτες τον καθάρισαν με τη γνωστή άνεση, για τολ με ανταρτόπληκτους, πατσάς της ειρήνης κ.α.
Ομολογώ ότι επήλθα σε αμηχανία. Την αμηχανία αυτή τη διέλυσε η διαστροφή μου να συγκινούμαι από την ίδια τη γραφή και το γούστο του συγγραφέα, από το λογοτεχνικό του κατόρθωμα να αναδεικνύει το έλασσον σε μείζον, αλλά, παραλλήλως και αντιθέτως να υποβιβάζει το μείζον σε έλασσον.
Είναι από τις μεγάλες του αρετές, ζηλευτή, παραδέχομαι, που θέλει τόλμη και αποφασιστικότητα. Μια άλλη μεγάλη του αρετή που θέλω να επισημάνω είναι η ικανότητα του να σχολιάζει, με βομβαρδιστικές, ενίοτε αναφορές, την ιστορία και την επικαιρότητα. Γράφει υπαινικτικώς για τους Τούρκους, τα Σκόπια, τους πρόσφυγες, τα Βαλκάνια, τη Μακεδονία, θίγει επί το υπαινικτότερον τον εθνικισμό, τη θρησκειοκρατία, την ανίκητη σχεδόν εξουσία των σπλάχνων όλων ημών που μας κυριεύει.
Αμείλικτος κριτής των ανθρώπινων, όμως φαίνεται να το διασκεδάζει με τη μικρότητα και με την άγνοια που μας μαστίζει. Δεν διστάζει να αποκαλεί τον άνθρωπο ανδράποδο, σφυροκοπά χωρίς οίκτο σχεδόν τις αδυναμίες, ανοικτίρμων, ελιτιστής καυστικός, εστέτ, είρων, έως και κυνικός. Αλλά έτσι είναι οι μεγάλοι συγγραφείς. Ο Βασίλης Καραγιάννης έχει το προνόμιο να κινείται με άνεση σε όλη την ελληνική γραμματεία και την δραματουργία, γι’ αυτό αποκαλώ την ειρωνεία του λεπταισθησία, γούστο.
Τολμά με τις έννοιες, τρυγά και δημιουργεί. Πλάθει λέξεις όπως ληστάρχων, ΤΕΑρχων, συζητικός κ.α., παραφράζει παρωδώντας, εκφράζει βιβλικές όπως «αρξάμενος βεργών αδίκων», «τελών εν δικαίω», «βαρυαλγών», «γεγωνυία τη φωνή», «Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου», «εγκαίνιον, «λυμεώνες». Αρχαιοελληνικές όπως «η κάθαρση δι ελαίου, φόβου και οίνου», «λουκούλευση» «σεσηπός», (κι εδώ είναι ένα άλλο λάθος), «κεχηνότες», κ.α.
Με τόσα λογοτεχνικά εφόδια, απορώ γιατί δεν τολμά ένα μυθιστόρημα ή ακόμα περισσότερα διηγήματα. Είναι από τους ελάχιστους Έλληνες που διαθέτουν το γνήσιο λογοτεχνικό ύφος, λογοτεχνικό ήθος, αν θέλετε. Μήτε νάρκισσο, μήτε επιτηδευμένο, δουλεμένο όμως και σμιλεμένο με φροντίδα και αγάπη για την ίδια τη γλώσσα πρωτίστως αλλά και για τον λόγο του Ηρακλείτου, που ενώ είναι κοινός σε όλους, της φαίνεται ξένος στην καθημερινή συναναστροφή.
Εν κατακλείδι: ο Βασίλης Καραγιάννης, ζει ή επιθυμεί να ζήσει όπως και οι γύρω του, ποιητικά. Θέλει να αποπεζοποιήσει τη ζωή. Δεν γνωρίζω εάν τα καταφέρνει στην κάθε μέρα του, αλλά στο κάθε διήγημα του τούτη η επιθυμία του τελεσφορεί υπέροχα. Θα ήθελα να ήμουν ένας από τους ήρωες του και ας δεχόμουν τα πιο ακραίο χλευασμό του, ακόμη και κυνισμό του. Διότι ο σαρκασμός και η ειρωνεία είναι η μάσκα της τρυφερότητας και της αγάπης προς το έλλογο δίποδο ον. Ελπίζω να έβγαλα έστω και λίγο, αυτή τη μάσκα από την ψυχόνοο δομή του φίλου Βασίλη.
6-11-2008
Το ειρωνικό ύφος διάσπαρτο, στα κείμενα της συλλογής διηγήματων του Βασίλη Καραγιάννη, δεν είναι εύκολη λογοτεχνική υπόθεση. Απαιτεί υψηλό γούστο, λεπτή ψυχολογική εμβάθυνση, γνώση του αντικειμένου ή υποκειμένου, οξεία παρατήρηση, σωκρατική μαιευτική τέχνη, οξύαιχμη επιθετικότητα, διεισδυτικότητα και, κυρίως, βαθειά μεταρσιωτική και μετουσιωτική δεινότητα του συγγραφέα όταν παραδίδει το τελικό προσφόρημά του.
Δεν ανέφερα τη σωστή χρήση της γλώσσας διότι την θεωρώ γεγονός εκ των ων ουκ άνευ για συγγραφείς τέτοιου επιπέδου (αν και συνάντησα δύο – τρία λάθη, οφειλόμενα στον δαίμονα του τυπογραφείου, ελπίζω).
Όσα προανέφερα, ο συγγραφέας τα διαθέτει. Η ειρωνεία, συνοδευόμενη αυτό έναν συνεχή υπόρρητο σαρκασμό, είναι ο τρόπος του να αμύνεται απέναντι στη χυδαία υλοφροσύνη που έχει καταλάβει τους ανθρώπους (ή μήπως, αυτή η χυδαιότητα είναι εγγενής; Θα δούμε.).
Μέσα από την ειρωνεία αναδύονται η συγγραφική του αγωνία αλλά και το κοσμοείδωλό του, ένα κοσμοείδωλο ακραιφνώς δικό του στο οποίο αναμειγνύονται καταιγιστικά η σκωπτικότητα και η τρυφερότητα. Αυτή η ίδια η ειρωνεία τον απελευθερώνει από ηθικοπλαστικά ολισθήματα και από ρομαντικές ή φιλοσοφίζουσες πομφόλυγες. Παραμένει έτσι άπεφθο και λαμπρό–το συγγραφικό ταλέντο να τέρψει, να προβληματίσει, να παιδεύσει.
Το φλερτ του με την ελληνική γλώσσα είναι κυνικό σχεδόν. Της επιτίθεται, την ερωτεύεται, την εκπορνεύει, την κάνει αγία τελικά. Δεν φοβάται να γλωσσοπλάσει, να χρησιμοποιήσει διπλοτυπίες, να ανακατέψει με περισσή άνεση δημοτική και καθαρεύουσα. Το νομικό λεκτικό του υπόβαθρο του παρέχει την άνεση να κυριεύσει το λαϊκό ιδίωμα και να αναδείξει τη διάρκειά του, το λαογραφικό του υπόστρωμα, το παλίμψηστο της νεοελληνικής γλώσσας τελικά.
Η θητεία του στους μεγάλους μας διηγηματογράφους είναι φανερή. Παπαδιαμάντης, Ροΐδης, Βιζυηνός, Σκαρίμπας, μεγάλοι μαστόροι του λόγου, είναι παρόντες στις περιγραφές του.
Θα δοκιμάσω μία, ένα κατ’ ένα, προσέγγιση των διηγημάτων του, με αποκλειστικά δική μου αιτιολογικά σειρά.
Πρώτον από το σπαραχτικό, κατ’ εμέ πάντοτε, «Άνεμος...δηλαδή κατά πως λεν έγινε αέρας». Είναι η ιστορία ενός ταχυδρομικού διευθυντή σε μια επαρχιακή πόλη, που όταν χρησιμοποιεί τη λέξη άνεμος αντί αέρας γίνεται ο περίγελος της μικρής κοινωνίας με αποτέλεσμα να καταλήξει σε δημόσιο ψυχιατρείο. Δοσμένο με εξωφρενικά ουδέτερη στάση του συγγραφέα, που δηλώνει και την εν γένει απόσταση του από τα αφηγούμενα, φέρνει στο φως την «ένυλη, αγία ανία» της ελληνικής επαρχίας, τα αδιέξοδα της, το άλλοθι που αναζητεί εναγωνίως για να καλύψει τη μιζέρια της καθημερινότητας, την απουσία λαχτάρας, ονείρου, νοήματος τελικά. Η λέξη «άνεμος» με την οποία περιγελούν τον ταχυδρομικό διευθυντή, καταντά το λυτρωτικό φετίχ της μικρής πόλης. Εντυπωσιάζει, όπως προείπα, η ουδετερότητα του αφηγητή, και αυτό είναι, νομίζω, από τα μεγάλα του πλεονεκτήματα, συγγραφικό επίτευγμα σπάνιο, θα έλεγα. Καμιά συμπάθεια, αλλά και καμιά ειρωνεία, προς τα πρόσωπα. Αυτοί είμαστε, μοιάζει να λέει και όποιος ευαισθητοποιείται έχει καλώς. Μια έξοχη ανατομία της ελληνικής περιφέρειας, που και σήμερα, βολοδέρνει στο τρώγειν τα συκώτια της, έρμαιο της κρατικής ακηδίας και της έλλειψης πολιτισμικών διεξόδων, άρα και υπαρκτικών.
Δεύτερον, το Χρώμα της Νοσταλγίας για την καταπληκτική σκηνή των γυμνών φαντάρων που προσπαθούσαν να κοιτάξουν με νοσταλγία τη θάλασσα, συμμετέχοντες στα γυρίσματα της Ιφιγένειας του Κακογιάννη. Γυμνών και κουρεμένων στο σώμα, κουρσεμένων στην ψυχή.
Ματαίως προσπαθούν χιλιάδες φαντάροι να δώσουν στις φάτσες τους το σχήμα της νοσταλγίας, αυτό δηλαδή που έχουν διαταχθεί, ήγουν να κοιτάζουν με νοσταλγία προς την Αυλίδα. Η προσωπική θλίψη- επισημαίνει ο συγγραφέας –ανάμεικτη με τη συλλογική στρατιωτική ταπείνωση.
«Αριθμοί ήμασταν όλοι μας- καταλήγει– σε μια παρτίδα ή σε μια Αυλίδα ματαιότητας».
Συμμετέχει ο ίδιος στη σκηνή παραμένοντας όμως σιωπηλός. Διότι κατανοεί την ανοησία, αντιλαμβάνεται ότι οι την τέχνη διακονούντες αδιαφορούν για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του κομπάρσου, του εκόντος – άκοντος κομπάρσου.
Πίσω από την τέχνη κρύβεται η μισανθρωπία, πίσω από την τεχνητή μαγεία η θλίψη.
Τρίτον, το πρώτον, τα Ληστρικά Παραγγέλματα. Σε μια ληστεία που λαμβάνει χώρα στην ελληνική περιφέρεια πάλι, ο ένοπλος ο ληστής κάνει λάθος και αντί για χρηματοκιβώτιο λέει γραμματοκιβώτιο. Μέσα σ’ ένα κλίμα ιλαρότητας καταγγέλλεται ευκόμψως η ανεργία, η οικολογική ανισορροπία η νεοελληνική ελπίδα του χρηματιστηρίου, η αναγωγή των ληστών τραπεζών σε λαϊκούς ήρωες, η αδράνεια της αστυνομίας. Λεπτές νύξεις για τη ληστεία ως κοινωνικού φαινόμενου με υπόλεπτες αναφέρες στην Τουρκοκρατία, στον Άρη Βελουχιώτη, στην οργάνωση 17 Νοέμβρη. Εδώ η ειρωνεία σκληρύνεται αφού «ο δείκτης τιμών καταναλωτού θλίψης συνεχώς ανεβαίνει και οι δείκτες κερδών παραμένων στάσιμοι».
Στο Πάντα με μελαγχολούσαν τα γλέντια των άλλων ο Βασίλης Καραγιάννης μας επιτρέπει να τον πλησιάσουμε περισσότερο μιας και αφειδώς καταθέτει την γνώμη του για τον Διόνυσο που ποτέ του δεν συμπαθούσε. Δίνοντας μας το κλίμα της αναίτιας ευτυχίας τεσσάρων συνδαιτυμόνων, ωμά χωρίς καμιά επιείκεια, μας οδηγεί στην ασυναρτησία του κεφιού του γλεντιού. Η γιορτή –πανάρχαια εξιλαστική συμμέθεξη απέναντι στην ανία και τη βεβαιότητα του θανάτου – παρουσιάζεται εδώ, παραδόξως, σαν ένα παραλήρημα, μια αιματηρή βαρβαρότητα, μια παραίσθηση, σαν μια αίσθηση του ματαίου, τέλος σαν μια αυτοκαταστροφή.
Όπως τονίζει στην κατακλείδα του «τα γλέντια έχουν μέσα τους μια εν γνώσει και απογνώσει διάλυση της φτηνής μας ενίοτε, βιοτής».
Αρνούμαι να συμφωνήσω με τη μελαγχολία του, δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ τον τρόπο που μεταφέρει το μάταιον ή μάλλον πεπερασμένον της ύπαρξης. Γράφει: «Οι ψυχές είναι σαν πεταλούδες. Τόσο εύθραυστες. Τις πιάνεις και δεν νοιώθεις τίποτε. Διαλύονται στο χέρι σου. Το τρίβεις και μένει μόνο η αίσθηση του ματαίου. Κάτι μεταξύ δεντρολίβανου και βασιλικού». Σέβομαι και υποκλίνομαι στην παρομοίωση του.
Πίσω από την μελαγχολία του, πίσω από την άρνηση στην έκσταση και στη θεϊκή για μένα ικανότητα του να βρισκόμαστε δύο πόντος πάνω από τη γη μέσω της μέθης, κατοικεί η τρυφερότητα, ένα εστετισμός που είναι προϊόν, νομίζω, της δυσπροσαρμογής του στην πικρή αθωότητα του γίγνεσθαι. Αλλά ένας συγγραφέας δικαιολογείται να έχει τη δική του ματιά στην αινιγματική πλοκή του κόσμου.
Στο Ένα κρασί για δύο εντελώς, στηλιτεύεται με το γνωστό πλέον ύφος η θλίψη και η μιζέρια των λεγόμενων εκπολιτιστικών εκδηλώσεων, η θέσπιση των λογοτεχνικών βραβείων ως θεσμού, και κυρίως, η ματαιοδοξία του κάθε ανθρώπου για φήμη -δόξα- εξουσία, πολλώ μάλλον όταν δεν έχει εξουσία, αλλά την ιδιοποιείται και την επικαλείται -γιατί, έτσι νομίζει, μόνον έτσι, μπορεί να υπάρχει ως καταξιωμένο κοινωνικό όν.
Η σατιρική δύναμη του Βασιλικός εν τάφω και μαϊδανός στην τάφρο, είναι εμφανής, υποκύπτει, όμως κατά την ανάπτυξη του διηγήματος από την ευσπλαχνική ματιά του συγγραφέα απέναντι στη σύζευξη πένθους και άνθους, σ’ έναν τόπο όπου κείνται οι κατοπινοί εαυτοί μας και ανθίζουν βασιλικός και το άρωμα του, μακρινή πιθανώς, ανάμνηση του Σολωμικού «έστησε ο έρωτας χορός με τον ξανθόν Απρίλη». Στέκομαι σ’ ένα οιονεί φιλοσοφικό φθέγγος του συγγραφέα, αρκούντως ξιφήρους για τα καθημερινά πάθη και αδυναμίες. «Η δύναμη της αδύνατης ατομικής εκδίκησης, που γίνεται ορδή αδιέξοδης αγάπης χριστιανικής για όλους, δηλαδή για κανέναν».
Από το Σικελικόν απόδειπνο συγκρατώ ότι «η μόνη πραγματικότητα τελικά είναι η μνήμη» καθώς επίσης και ότι «το κρασί δεν είναι η γεύση, η δροσιά, το άρωμα του.
Είναι οι μνήμες που έρχονται με αυτό. Πίνεις και θυμάσαι τι έζησες, τι δεν έζησες και με ποιους…»
Στις Κολυμβήθρες εν γένει, ξεγυμνώνεται η αυθαιρεσία της θρησκείας πάνω στο αγαθό, αθώο, αφελές και ανερώτητο πλάσμα-άνθρωπος. Ο καταναγκασμός της βάπτισης, αλλά και η πολύ ωραία σύνδεση συμβόλων της θρησκείας με τους οίκους ανοχής, χωρίς ίχνος βλάσφημης διάθεσης.
Στην Εκδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων, μέσα από ένα απλό ταξίδι, αναδεικνύεται εκτυφλωτικά το τσαλάκωμα της αξιοπρέπειας, ο γαυριασμός των κατεχόντων την παραμικρή εξουσία. Εδώ μας θυμίζει ότι ερήμην διαπράττεται το αδίκημα των ενιαυσίου εκπολιτισμού μας.
Εδώ όμως βρίσκεται, στην κατακλείδα, κι ένα από τα λάθη που είπαν στην αρχή. Σε μια εντυπωσιακή φράση διαβάζουμε. «Δεν μας χρειάζονται εμάς οι πρωτεύουσες. Γενικώς οι δευτερεύουσες σε «εισαγάγουν» στην ουσία». Πρόκειται για πεποίθηση του συγγραφέα που τη συναντάμε και αλλού, όπου τονίζει ότι «οι ελάσσονες ιστοριογράφοι είναι συνήθως οι πλέον ακριβείς στην τοπική ιστοριογραφία, αφού αυτοί διυλίζουν τις ασήμαντες πτυχές της κάθε μεγάλης ουσίας».
Το πιο σκληρό και το πιο δύσκολο ήταν για μένα ο Απόλογος της χλαίνης όπου η προσωπικά συμμετοχή απισχναίνει το χιούμορ, που παύει να είναι καταλυτικό και απλώς υπηρετεί το ύφος του συγγραφέα. Ανηλεής χλευασμός, εξοντωτική προσπάθεια υποβάθμισης μιας δύσκολης περιόδου της νεοελληνικής ιστορίας, του εμφυλίου και του απόήχου του, της ίδρυσης των Ταγμάτων Εθνικής Ασφάλειας. Το λέει άλλωστε και ο ίδιος, περιγράφοντας ένα τσεκούρι: «Κοφτερό και σκληρό όπως οι συνθήκες της μετεμφυλιακής εποχής στην ύπαιθρο».
Σκοτεινή περίοδος, σκοτεινό και το διήγημα. Διαβάζουμε ότι τα μαχαίρια έλαμπαν στη διαλεκτική των αντιθέσεων της μικρής κοινωνίας, ότι οι αντάρτες τον καθάρισαν με τη γνωστή άνεση, για τολ με ανταρτόπληκτους, πατσάς της ειρήνης κ.α.
Ομολογώ ότι επήλθα σε αμηχανία. Την αμηχανία αυτή τη διέλυσε η διαστροφή μου να συγκινούμαι από την ίδια τη γραφή και το γούστο του συγγραφέα, από το λογοτεχνικό του κατόρθωμα να αναδεικνύει το έλασσον σε μείζον, αλλά, παραλλήλως και αντιθέτως να υποβιβάζει το μείζον σε έλασσον.
Είναι από τις μεγάλες του αρετές, ζηλευτή, παραδέχομαι, που θέλει τόλμη και αποφασιστικότητα. Μια άλλη μεγάλη του αρετή που θέλω να επισημάνω είναι η ικανότητα του να σχολιάζει, με βομβαρδιστικές, ενίοτε αναφορές, την ιστορία και την επικαιρότητα. Γράφει υπαινικτικώς για τους Τούρκους, τα Σκόπια, τους πρόσφυγες, τα Βαλκάνια, τη Μακεδονία, θίγει επί το υπαινικτότερον τον εθνικισμό, τη θρησκειοκρατία, την ανίκητη σχεδόν εξουσία των σπλάχνων όλων ημών που μας κυριεύει.
Αμείλικτος κριτής των ανθρώπινων, όμως φαίνεται να το διασκεδάζει με τη μικρότητα και με την άγνοια που μας μαστίζει. Δεν διστάζει να αποκαλεί τον άνθρωπο ανδράποδο, σφυροκοπά χωρίς οίκτο σχεδόν τις αδυναμίες, ανοικτίρμων, ελιτιστής καυστικός, εστέτ, είρων, έως και κυνικός. Αλλά έτσι είναι οι μεγάλοι συγγραφείς. Ο Βασίλης Καραγιάννης έχει το προνόμιο να κινείται με άνεση σε όλη την ελληνική γραμματεία και την δραματουργία, γι’ αυτό αποκαλώ την ειρωνεία του λεπταισθησία, γούστο.
Τολμά με τις έννοιες, τρυγά και δημιουργεί. Πλάθει λέξεις όπως ληστάρχων, ΤΕΑρχων, συζητικός κ.α., παραφράζει παρωδώντας, εκφράζει βιβλικές όπως «αρξάμενος βεργών αδίκων», «τελών εν δικαίω», «βαρυαλγών», «γεγωνυία τη φωνή», «Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου», «εγκαίνιον, «λυμεώνες». Αρχαιοελληνικές όπως «η κάθαρση δι ελαίου, φόβου και οίνου», «λουκούλευση» «σεσηπός», (κι εδώ είναι ένα άλλο λάθος), «κεχηνότες», κ.α.
Με τόσα λογοτεχνικά εφόδια, απορώ γιατί δεν τολμά ένα μυθιστόρημα ή ακόμα περισσότερα διηγήματα. Είναι από τους ελάχιστους Έλληνες που διαθέτουν το γνήσιο λογοτεχνικό ύφος, λογοτεχνικό ήθος, αν θέλετε. Μήτε νάρκισσο, μήτε επιτηδευμένο, δουλεμένο όμως και σμιλεμένο με φροντίδα και αγάπη για την ίδια τη γλώσσα πρωτίστως αλλά και για τον λόγο του Ηρακλείτου, που ενώ είναι κοινός σε όλους, της φαίνεται ξένος στην καθημερινή συναναστροφή.
Εν κατακλείδι: ο Βασίλης Καραγιάννης, ζει ή επιθυμεί να ζήσει όπως και οι γύρω του, ποιητικά. Θέλει να αποπεζοποιήσει τη ζωή. Δεν γνωρίζω εάν τα καταφέρνει στην κάθε μέρα του, αλλά στο κάθε διήγημα του τούτη η επιθυμία του τελεσφορεί υπέροχα. Θα ήθελα να ήμουν ένας από τους ήρωες του και ας δεχόμουν τα πιο ακραίο χλευασμό του, ακόμη και κυνισμό του. Διότι ο σαρκασμός και η ειρωνεία είναι η μάσκα της τρυφερότητας και της αγάπης προς το έλλογο δίποδο ον. Ελπίζω να έβγαλα έστω και λίγο, αυτή τη μάσκα από την ψυχόνοο δομή του φίλου Βασίλη.
6-11-2008
"Εμπειρος, λεπταίσθητος και ακούραστος αφηγητής
Του Αντώνη Κάλφα
Ο Βασίλης Καραγιάννης (Λευκοπηγή Κοζάνης, 1953) υπηρετεί με συνέπεια πολλά είδη του λόγου (χρονογράφημα, τοπική ιστορία, μελέτη, εκδοτική τέχνη, προλογύδρια, ποίηση και πεζογραφία). Στη λογοτεχνία εμφανίζεται με τη συλλογή Περιπλάνηση ένδον (διηγήματα, 1995), Εσωτερική βραδυπορία (ποίηση, 1997), Τα 6,6 της σκηνοπηγίας (διηγήματα, 2000), Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω (διηγήματα, 2007), Οι χάρτες των ονείρων μας (αφηγήσεις, 2001), Το χρώμα της νοσταλγίας (διηγήματα 2008).
Στα 53, αν μετράω σωστά, μέχρι σήμερα διηγήματα του Καραγιάννη, συμπεριλαμβανομένης και της συλλογής Το χρώμα της νοσταλγίας στην οποία περιλαμβάνονται 13 διηγήματα, μπορούμε να διακρίνουμε τα βασικά στοιχεία της θεματολογίας και της τεχνικής του. Βασικά του θέματα είναι: 1. Η τοποφιλία (η κοζανίτικη/δυτικομακεδονική ενδοχώρα, το ευρύτερο μακεδονικό τοπίο με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, η καθ΄ ημάς βαλκανική ενδοχώρα). 2. Ο κόσμος της καθημερινότητας: αστικής και αγροτικής. Η βιωματική αμεσότητα στην περιγραφή και αξιοποίηση του υλικού των αφηγημάτων του (καθημερινές καταστάσεις, συμπεριφορές θεσμών αλλά και παρατηρήσεις οξυδερκείς για πλευρές της καθημερινής βιοπάλης). 3. Χιούμορ, ειρωνεία και κριτική των ιδεών (κομμάτι της κοζανίτικης παράδοσης από τη μια αλλά ταυτόχρονα και απόρροια του εξασκημένου κριτικού τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας ασκεί κριτική). 4. Τέλος, ένα άλλο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής του δουλειάς είναι και η με ποικίλους τρόπους επανερχόμενη θρησκευτικότητά του (είτε αυτή είναι ρητή και αφορά περιγραφές και εικόνες είτε βρίσκεται διάχυτη, ως διακείμενο, στους αρμούς της μεταφοράς, της εικονοποιίας κλπ). Στο επίπεδο της τεχνικής υλοποίησης των ανωτέρω ο έμπειρος, λεπταίσθητος, και ακούραστος αφηγητής χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους. 1. Αξιοποιεί για παράδειγμα τη συνειρμική γραφή (από αλλού ξεκινάει και άλλα αφηγείται). 2. Εμπιστεύεται τη λειτουργία της μνήμης, τεχνική που γνωρίζουμε από τον δεινό πεζογράφο και μαιτρ του είδους Πεντζίκη αλλά και από τον οικειότερο και λυρικότερο συγγραφέα της Πρωτεύουσας των προσφύγων Γιώργο Ιωάννου. («Η μόνη πραγματικότητα είναι τελικά η μνήμη. Αυτή μένει συνεχώς ή τουλάχιστον περισσότερο, αφού η υλική στιγμή της πραγματικότητας μετά την παρέλευσή της δεν υπάρχει, έγινε αμέσως άυλο παρελθόν» (σ. 149). 3. Χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο και την εσωτερική εστίαση ακόμα και όταν μιλά στο τρίτο, στις περιγραφές του δηλαδή κατά την περιπλάνησή του στον κόσμο των ηρώων και των συμβάντων τους. 4. Τέλος, αξιοποιεί την εκφραστική δύναμη της γλώσσας είτε κομματιάζοντάς την εμφατικά (ι-ερωμένος), είτε χρησιμοποιώντας την ειρωνικά προς εξαγωγήν συμπερασμάτων άλλης τάξεως (έτσι λειτουργούν για παράδειγμα οι καθαρευουσιάνικες λέξεις: η ατελέσφορος εκδίκηση της απωλεσθείσης χλαίνης, σ.53), είτε πολύ συχνά χρησιμοποιεί το λαϊκό, ενίοτε κοζανίτικο ιδίωμα, προκειμένου να δώσει αμεσότητα, φρεσκάδα αλλά και αμετάφραστην εις την νεοελληνικήν κοινή ευδαιμονία («Κι έπρεπε να καρφώσεις για τα όπλα; Τι κατάλαβες; Αλλά τέτοια ζλάπια που είστε, μόνον αυτά μπορείτε. Σας στραγγίζουν και μετά στα γουρούνια. Ου να χαθείς, χαμένε!», σ. 53). (Περισσότερα μπορεί να μάθει ο φιλέρευνος αναγνώστης από το τομίδιο Λόγοι κι απόλογοι στα 6,6 της σκηνοπηγίας του Β. Π. Καραγιάννη, Παρέμβαση 2000, κυρίως σσ. 11-31α για το γενικότερο κλίμα των κοζανιτών συγγραφέων βλ. επίσης και το ευαίσθητο τομίδιο του Μάκη Καραγιάννη Η αισθητική της ιθαγένειας, Παρέμβαση 2001).
Από τα 13 εν όλω κείμενα τα μισά από αυτά (7 τον αριθμό) έχουν ως σκηνή και θεματολογία κοζανίτικες εμπειρίες, τοποθεσίες και συμβάντα. Πρόκειται για τα ωραιότερα διηγήματα του βιβλίου και ίσως τουλάχιστον τρία από αυτά τα καλύτερα που έγραψεν ο παντογράφος (για να θυμηθούμε τον Έκο) Β. Κ. Στο πρώτο και λίαν πρωτότυπο διήγημα της συλλογής «Ληστρικά παραγγέλματα» η αφορμή δίνεται από τη ληστεία μιας τράπεζας στο υποκατάστημα της μικρής πόλης των βυζαντινών κάστρων. Το διήγημα ξεκινά εντυπωσιακά αφού η πρώτη φράση έχει ως εξής: «Άνοιξε το γραμματοκιβώτιο, ρε πούστη!». Το λάθος της προσταγής (χρηματοκιβώτιο και όχι γραμματοκιβώτιο), η μικρή απροσεξία του ληστού, δίνει το έναυσμα στον αφηγητή να μιλήσει για τον θεσμό της ληστείας παλαιότερα (επρόκειτο και για κοινωνική προσφορά· προίκες, χαρίσματα ποικίλα κ.λπ) αλλά και σήμερα (καταθέσεις που οδηγούν σε κερδοφορία των τραπεζών αλλά και στην μικροαστικήν αναλγησία των ίδιων των ληστών). Το βλέμμα ωστόσο του αφηγητή στρέφεται εδώ και στο αλλοτριωμένο κοζανίτικο τοπίο: τρακτέρ σταυλισμένα, σκουπίδια που τσιμπολογούν κότες, η λίμνη Πολυφύτου και οι αλλαγές του μικροκλίματος κλπ). Στο δεύτερο διήγημα ο Κ. εμπνέεται από την παράδοση του κοζανίτικου χιούμορ. Ο διευθυντής του ταχυδρομείου οδηγείται στο ψυχιατρείο από μια απλή, απλούστατη αιτία. Καθώς προσπαθούσε να πιάσει το καπέλο του από τον τυχαίο άνεμο της στιγμής, μετατράπηκε σε περίγελω της πόλης αφού η φράση του «Μα τι άνεμος είναι αυτός» συνδέθηκε με το γυμνό κρανίο του (ημιάδεια στο κέντρο κορυφή, γράφει ο συγγραφέας) και εν συνεχεία η λέξη άνεμος, προφερόμενη από ποικίλους τύπους και ομάδες της πόλεως (χασάπηδες, μανάβηδες, ψιλικατζήδες κ.λπ) σπρώχνουν στο περιθώριο και την πλήρη απαξίωση. Ακόμα και η μετάθεσή του στην μακρινή Τρίπολη δεν στέκεται ικανή να εμποδίσει τη φιλοπαίγμονα, κατεδαφιστική όρεξη των Κοζανιτών· και εύγε τους!
Στο ώριμο, ευτράπελο διήγημα της συλλογής «Η ποιμενική συμφωνία ‘Μηνάς ο ανέμελος’» η πενταμερής βιτριολική δομή του παρμένη από την συμφωνική μουσική εξιστορείται ο βίος και η πολιτεία του ποιμένος Μηνά, τα ανδραγαθήματά του, οι μικροαδικίες, οι μπελάδες με τους συχωριανούς, την τοπική εξουσία και πλείστους άλλους παράγοντες της μικρής αγροτικής κοινωνίας. «Κάποια δε φορά, ως άκων εμπρηστής μεγάλης εκτάσεως στο βουνό, ότι άναψε φωτιά να ψήσει καλαμπόκι και κάηκε η πλαγιά ελάτων, κατάφερε κι έμεινε το όνομά του ως τοπωνύμιο, ‘Του Μηνά το καμένο’. Πάλι καλά, η τοπική ιστορία τον κατέγραψε. Άλλους τους πέρασε ξώφαλτσα κι ας είχαν περισσότερα χρόνια ποιμενικής υπερορίας. Ήταν ο λογιότερος των ποιμένων». Κοζανίτικης/δυτικομακεδονικής ταυτότητας είναι άλλα τέσσερα διηγήματα: ο «Απόλογος της χλαίνης» δεν είναι μόνο μια πλούσια λαογραφική τεκμηρίωση του ενδύματος αυτού όσο κυρίως η πρόσληψή του από τους ΤΕΑτζήδες κλπ. της υπαίθρου σε καιρούς χαλεπούς και μετεμφυλιακούς. Στις «Κολυμβήθρες εν γένει» ο λόγος είναι για μια κολυμβήθρα εντός της οποίας ενεβαπτίσθησαν εκατοντάδες παιδιά πλην όμως η ίδια υπήρξε δωρεά μιας γυναίκας αμφιβόλων ηθών. Μικρά στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή περιέχουν τα διηγήματα «Βασιλικός εν τάφω και μαϊδανός στην τάφρο», το «Είχε άγιο που λέν, στα χιόνια».
Από τα αυτοβιογραφικά/βιωματικά κείμενα του τομιδίου συγκλονιστικό είναι το διήγημα που φέρει και τον τίτλο της συλλογής και στο οποίο αποτυπώνεται η ψυχική κενότητα, ο ιδεολογικός πειθαναγκασμός και η απουσία γνήσιου ήθους πολιτισμού όταν κάπου 8 χιλιάδες νεοσύλλεκτοι παρατάσσονται στην παραλία της Κορίνθου για τις ανάγκες της ταινίας του Κακογιάννη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με την αυταρχική όσο και παράλογη προτροπή «Να κοιτάτε όλοι με νοσταλγία το πέλαγος...»! Ποιο είναι λοιπόν το χρώμα της νοσταλγίας; «Κοιτάγαμε ο ένας τον άλλον. Όλοι ίδιοι. Γυμνοί και κουρεμένοι στο σώμα, κουρσεμένοι στην ψυχή. Το μυστήριο της φύσης μας να κρέμεται ως η τελευταία μαραμένη υπόμνηση της εγκοσμιότητάς μας.» (σ. 160).
Δύο διηγήματα της συλλογής επαναφέρουν με λογοτεχνικό τρόπο τις απόψεις του συγγραφέα γύρω από τους πολιτισμικούς θεσμούς της χώρας, της Μακεδονίας ειδικότερα και της Θεσσαλονίκης ειδικότατα: στο εριστικό κείμενο με τον εύγλωττο τίτλο «Επιδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων» θεματοποιούνται νεοελληνικές συμπεριφορές εξ αφορμής μιας διαδρομής προς Θεσσαλονίκη: πατικωμένοι άνθρωποι στο λεωφορείο, κλειστή η Δημοτική Πινακοθήκη της Θεσσαλονίκης ημέρα Σάββατο («Στην επαρχία μας είναι ανοιχτό το Μουσείο κάθε μέρα»). Στο ιδίου κλίματος «Ένα κρασί για δύο εντελώς» προεξάρχει η προσωπικότητα του Κώστα Λαχά χωρίς να κατονομάζεται. Αντικείμενό του αφηγήματος είναι η παραπολιτιστική συμπεριφορά των επωνύμων της έμμισθης πολιτιστικής κρατικής υπαλληλίας, η οποία κατακλύζει τις ανάλογες συνάξεις: «υπήρχαν δεκάδες παρόμοια, μέχρι και νηστίσιμα διέθετε η υπηρεσία κοιλιακών εκδουλεύσεων για κάθε χριστιανό, γύρωθεν των οποίων είχε συγκεντρωθεί το απολυμένο κι αποκαθαρμένο από τα γήινα, δι’ ολίγον, λεφούσι του Βέρντι».
Τέλος, σε δύο διηγήματα η δράση απομακρύνεται από τον γενέθλιο τόπο προκειμένου να περιγραφούν εξωελληνικοί θεσμοί και εμπειρίες. Στο «Σικελικόν απόδειπνο» προέχει η ελληνική εμπειρία στην ιταλική/σικελική γη εξ αφορμής μιας επίσκεψης, μια εντελώς υποκειμενική ανάγνωση της ταξιδιωτικής ηδονής· παρόμοια κείμενα έχει γράψει και άλλα ο Κ. Στο απείρως πιο ενδιαφέρον πολιτισμικά «Λεωφορείον το πάθος» αποδίδεται η βαλκανική εμπειρία ενός ταξιδιού από την πρωτεύουσα των προσφύγων στην πρωτεύουσα των Βουλγάρων με σκοπό καλλιτεχνικό, την απονομή δηλαδή ενός βαλκανικού βραβείου (οι σχετικές αναφορές ταιριάζουν απολύτως με την πρόσφατη μυθιστορηματική και λίαν πειστική περιγραφή του παρασκηνίου των βραβείων όπως αυτές τις χειρίζεται ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο βιβλίο του Τι ζητούν οι βάρβαροι): «Και ύστερα από διαβούλευση η επιτροπή, απαρτιζόμενη από έναν ποιητή Βούλγαρο, ένα λογοτέχνη κι ένα βιβλιοπώλη εκ Θεσσαλονίκης, το γιο του εκ Σκοπίων αντιπροσώπου· άλλοι Βαλκάνιοι δεν ήρθαν ελλείψει εισιτηρίων για το λεωφορείο· κι ενός παρατηρητή των διαπραγμάτων, μοίρασε με σολομώντεια απλότητα τα βραβεία στον Σκοπιανό, αλλά και σε Αλβανό ποιητή και υπουργό, παρακαλώ, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων!» (σ. 130).
Ο Βασίλης Καραγιάννης με «Το χρώμα της νοσταλγίας» μάς έδωσε την καλύτερη μέχρι σήμερα λογοτεχνική δουλειά του: γραφή προσεκτική, με πλούσια γλώσσα (από την ιδιωματική ντοπολαλιά μέχρι την καθαρεουσιάνικη εκδοχή της εξουσιαστικής γλώσσας), ματιά ανοιχτή και κριτική. Παρατηρητικός, βαθιά εξωστρεφής, βαλκάνια ευρωπαίος και με πολλά διαβάσματα μπορεί να δώσει ακόμα περισσότερα (το τελευταίο αποτελεί καίρια παρατήρηση του Μ. Καραγιάννη) αν περιορίσει κάπως τις ισχυρές κοινοτικές ροπές του και την ανάλωσή του στα της πόλεως δεινά (πράγμα που ομολογώ πως δεν εύχομαι!).
Ο Βασίλης Καραγιάννης (Λευκοπηγή Κοζάνης, 1953) υπηρετεί με συνέπεια πολλά είδη του λόγου (χρονογράφημα, τοπική ιστορία, μελέτη, εκδοτική τέχνη, προλογύδρια, ποίηση και πεζογραφία). Στη λογοτεχνία εμφανίζεται με τη συλλογή Περιπλάνηση ένδον (διηγήματα, 1995), Εσωτερική βραδυπορία (ποίηση, 1997), Τα 6,6 της σκηνοπηγίας (διηγήματα, 2000), Αμαρτήματα κατά συρροήν στον Άθω (διηγήματα, 2007), Οι χάρτες των ονείρων μας (αφηγήσεις, 2001), Το χρώμα της νοσταλγίας (διηγήματα 2008).
Στα 53, αν μετράω σωστά, μέχρι σήμερα διηγήματα του Καραγιάννη, συμπεριλαμβανομένης και της συλλογής Το χρώμα της νοσταλγίας στην οποία περιλαμβάνονται 13 διηγήματα, μπορούμε να διακρίνουμε τα βασικά στοιχεία της θεματολογίας και της τεχνικής του. Βασικά του θέματα είναι: 1. Η τοποφιλία (η κοζανίτικη/δυτικομακεδονική ενδοχώρα, το ευρύτερο μακεδονικό τοπίο με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, η καθ΄ ημάς βαλκανική ενδοχώρα). 2. Ο κόσμος της καθημερινότητας: αστικής και αγροτικής. Η βιωματική αμεσότητα στην περιγραφή και αξιοποίηση του υλικού των αφηγημάτων του (καθημερινές καταστάσεις, συμπεριφορές θεσμών αλλά και παρατηρήσεις οξυδερκείς για πλευρές της καθημερινής βιοπάλης). 3. Χιούμορ, ειρωνεία και κριτική των ιδεών (κομμάτι της κοζανίτικης παράδοσης από τη μια αλλά ταυτόχρονα και απόρροια του εξασκημένου κριτικού τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας ασκεί κριτική). 4. Τέλος, ένα άλλο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής του δουλειάς είναι και η με ποικίλους τρόπους επανερχόμενη θρησκευτικότητά του (είτε αυτή είναι ρητή και αφορά περιγραφές και εικόνες είτε βρίσκεται διάχυτη, ως διακείμενο, στους αρμούς της μεταφοράς, της εικονοποιίας κλπ). Στο επίπεδο της τεχνικής υλοποίησης των ανωτέρω ο έμπειρος, λεπταίσθητος, και ακούραστος αφηγητής χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους. 1. Αξιοποιεί για παράδειγμα τη συνειρμική γραφή (από αλλού ξεκινάει και άλλα αφηγείται). 2. Εμπιστεύεται τη λειτουργία της μνήμης, τεχνική που γνωρίζουμε από τον δεινό πεζογράφο και μαιτρ του είδους Πεντζίκη αλλά και από τον οικειότερο και λυρικότερο συγγραφέα της Πρωτεύουσας των προσφύγων Γιώργο Ιωάννου. («Η μόνη πραγματικότητα είναι τελικά η μνήμη. Αυτή μένει συνεχώς ή τουλάχιστον περισσότερο, αφού η υλική στιγμή της πραγματικότητας μετά την παρέλευσή της δεν υπάρχει, έγινε αμέσως άυλο παρελθόν» (σ. 149). 3. Χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο και την εσωτερική εστίαση ακόμα και όταν μιλά στο τρίτο, στις περιγραφές του δηλαδή κατά την περιπλάνησή του στον κόσμο των ηρώων και των συμβάντων τους. 4. Τέλος, αξιοποιεί την εκφραστική δύναμη της γλώσσας είτε κομματιάζοντάς την εμφατικά (ι-ερωμένος), είτε χρησιμοποιώντας την ειρωνικά προς εξαγωγήν συμπερασμάτων άλλης τάξεως (έτσι λειτουργούν για παράδειγμα οι καθαρευουσιάνικες λέξεις: η ατελέσφορος εκδίκηση της απωλεσθείσης χλαίνης, σ.53), είτε πολύ συχνά χρησιμοποιεί το λαϊκό, ενίοτε κοζανίτικο ιδίωμα, προκειμένου να δώσει αμεσότητα, φρεσκάδα αλλά και αμετάφραστην εις την νεοελληνικήν κοινή ευδαιμονία («Κι έπρεπε να καρφώσεις για τα όπλα; Τι κατάλαβες; Αλλά τέτοια ζλάπια που είστε, μόνον αυτά μπορείτε. Σας στραγγίζουν και μετά στα γουρούνια. Ου να χαθείς, χαμένε!», σ. 53). (Περισσότερα μπορεί να μάθει ο φιλέρευνος αναγνώστης από το τομίδιο Λόγοι κι απόλογοι στα 6,6 της σκηνοπηγίας του Β. Π. Καραγιάννη, Παρέμβαση 2000, κυρίως σσ. 11-31α για το γενικότερο κλίμα των κοζανιτών συγγραφέων βλ. επίσης και το ευαίσθητο τομίδιο του Μάκη Καραγιάννη Η αισθητική της ιθαγένειας, Παρέμβαση 2001).
Από τα 13 εν όλω κείμενα τα μισά από αυτά (7 τον αριθμό) έχουν ως σκηνή και θεματολογία κοζανίτικες εμπειρίες, τοποθεσίες και συμβάντα. Πρόκειται για τα ωραιότερα διηγήματα του βιβλίου και ίσως τουλάχιστον τρία από αυτά τα καλύτερα που έγραψεν ο παντογράφος (για να θυμηθούμε τον Έκο) Β. Κ. Στο πρώτο και λίαν πρωτότυπο διήγημα της συλλογής «Ληστρικά παραγγέλματα» η αφορμή δίνεται από τη ληστεία μιας τράπεζας στο υποκατάστημα της μικρής πόλης των βυζαντινών κάστρων. Το διήγημα ξεκινά εντυπωσιακά αφού η πρώτη φράση έχει ως εξής: «Άνοιξε το γραμματοκιβώτιο, ρε πούστη!». Το λάθος της προσταγής (χρηματοκιβώτιο και όχι γραμματοκιβώτιο), η μικρή απροσεξία του ληστού, δίνει το έναυσμα στον αφηγητή να μιλήσει για τον θεσμό της ληστείας παλαιότερα (επρόκειτο και για κοινωνική προσφορά· προίκες, χαρίσματα ποικίλα κ.λπ) αλλά και σήμερα (καταθέσεις που οδηγούν σε κερδοφορία των τραπεζών αλλά και στην μικροαστικήν αναλγησία των ίδιων των ληστών). Το βλέμμα ωστόσο του αφηγητή στρέφεται εδώ και στο αλλοτριωμένο κοζανίτικο τοπίο: τρακτέρ σταυλισμένα, σκουπίδια που τσιμπολογούν κότες, η λίμνη Πολυφύτου και οι αλλαγές του μικροκλίματος κλπ). Στο δεύτερο διήγημα ο Κ. εμπνέεται από την παράδοση του κοζανίτικου χιούμορ. Ο διευθυντής του ταχυδρομείου οδηγείται στο ψυχιατρείο από μια απλή, απλούστατη αιτία. Καθώς προσπαθούσε να πιάσει το καπέλο του από τον τυχαίο άνεμο της στιγμής, μετατράπηκε σε περίγελω της πόλης αφού η φράση του «Μα τι άνεμος είναι αυτός» συνδέθηκε με το γυμνό κρανίο του (ημιάδεια στο κέντρο κορυφή, γράφει ο συγγραφέας) και εν συνεχεία η λέξη άνεμος, προφερόμενη από ποικίλους τύπους και ομάδες της πόλεως (χασάπηδες, μανάβηδες, ψιλικατζήδες κ.λπ) σπρώχνουν στο περιθώριο και την πλήρη απαξίωση. Ακόμα και η μετάθεσή του στην μακρινή Τρίπολη δεν στέκεται ικανή να εμποδίσει τη φιλοπαίγμονα, κατεδαφιστική όρεξη των Κοζανιτών· και εύγε τους!
Στο ώριμο, ευτράπελο διήγημα της συλλογής «Η ποιμενική συμφωνία ‘Μηνάς ο ανέμελος’» η πενταμερής βιτριολική δομή του παρμένη από την συμφωνική μουσική εξιστορείται ο βίος και η πολιτεία του ποιμένος Μηνά, τα ανδραγαθήματά του, οι μικροαδικίες, οι μπελάδες με τους συχωριανούς, την τοπική εξουσία και πλείστους άλλους παράγοντες της μικρής αγροτικής κοινωνίας. «Κάποια δε φορά, ως άκων εμπρηστής μεγάλης εκτάσεως στο βουνό, ότι άναψε φωτιά να ψήσει καλαμπόκι και κάηκε η πλαγιά ελάτων, κατάφερε κι έμεινε το όνομά του ως τοπωνύμιο, ‘Του Μηνά το καμένο’. Πάλι καλά, η τοπική ιστορία τον κατέγραψε. Άλλους τους πέρασε ξώφαλτσα κι ας είχαν περισσότερα χρόνια ποιμενικής υπερορίας. Ήταν ο λογιότερος των ποιμένων». Κοζανίτικης/δυτικομακεδονικής ταυτότητας είναι άλλα τέσσερα διηγήματα: ο «Απόλογος της χλαίνης» δεν είναι μόνο μια πλούσια λαογραφική τεκμηρίωση του ενδύματος αυτού όσο κυρίως η πρόσληψή του από τους ΤΕΑτζήδες κλπ. της υπαίθρου σε καιρούς χαλεπούς και μετεμφυλιακούς. Στις «Κολυμβήθρες εν γένει» ο λόγος είναι για μια κολυμβήθρα εντός της οποίας ενεβαπτίσθησαν εκατοντάδες παιδιά πλην όμως η ίδια υπήρξε δωρεά μιας γυναίκας αμφιβόλων ηθών. Μικρά στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή περιέχουν τα διηγήματα «Βασιλικός εν τάφω και μαϊδανός στην τάφρο», το «Είχε άγιο που λέν, στα χιόνια».
Από τα αυτοβιογραφικά/βιωματικά κείμενα του τομιδίου συγκλονιστικό είναι το διήγημα που φέρει και τον τίτλο της συλλογής και στο οποίο αποτυπώνεται η ψυχική κενότητα, ο ιδεολογικός πειθαναγκασμός και η απουσία γνήσιου ήθους πολιτισμού όταν κάπου 8 χιλιάδες νεοσύλλεκτοι παρατάσσονται στην παραλία της Κορίνθου για τις ανάγκες της ταινίας του Κακογιάννη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με την αυταρχική όσο και παράλογη προτροπή «Να κοιτάτε όλοι με νοσταλγία το πέλαγος...»! Ποιο είναι λοιπόν το χρώμα της νοσταλγίας; «Κοιτάγαμε ο ένας τον άλλον. Όλοι ίδιοι. Γυμνοί και κουρεμένοι στο σώμα, κουρσεμένοι στην ψυχή. Το μυστήριο της φύσης μας να κρέμεται ως η τελευταία μαραμένη υπόμνηση της εγκοσμιότητάς μας.» (σ. 160).
Δύο διηγήματα της συλλογής επαναφέρουν με λογοτεχνικό τρόπο τις απόψεις του συγγραφέα γύρω από τους πολιτισμικούς θεσμούς της χώρας, της Μακεδονίας ειδικότερα και της Θεσσαλονίκης ειδικότατα: στο εριστικό κείμενο με τον εύγλωττο τίτλο «Επιδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων» θεματοποιούνται νεοελληνικές συμπεριφορές εξ αφορμής μιας διαδρομής προς Θεσσαλονίκη: πατικωμένοι άνθρωποι στο λεωφορείο, κλειστή η Δημοτική Πινακοθήκη της Θεσσαλονίκης ημέρα Σάββατο («Στην επαρχία μας είναι ανοιχτό το Μουσείο κάθε μέρα»). Στο ιδίου κλίματος «Ένα κρασί για δύο εντελώς» προεξάρχει η προσωπικότητα του Κώστα Λαχά χωρίς να κατονομάζεται. Αντικείμενό του αφηγήματος είναι η παραπολιτιστική συμπεριφορά των επωνύμων της έμμισθης πολιτιστικής κρατικής υπαλληλίας, η οποία κατακλύζει τις ανάλογες συνάξεις: «υπήρχαν δεκάδες παρόμοια, μέχρι και νηστίσιμα διέθετε η υπηρεσία κοιλιακών εκδουλεύσεων για κάθε χριστιανό, γύρωθεν των οποίων είχε συγκεντρωθεί το απολυμένο κι αποκαθαρμένο από τα γήινα, δι’ ολίγον, λεφούσι του Βέρντι».
Τέλος, σε δύο διηγήματα η δράση απομακρύνεται από τον γενέθλιο τόπο προκειμένου να περιγραφούν εξωελληνικοί θεσμοί και εμπειρίες. Στο «Σικελικόν απόδειπνο» προέχει η ελληνική εμπειρία στην ιταλική/σικελική γη εξ αφορμής μιας επίσκεψης, μια εντελώς υποκειμενική ανάγνωση της ταξιδιωτικής ηδονής· παρόμοια κείμενα έχει γράψει και άλλα ο Κ. Στο απείρως πιο ενδιαφέρον πολιτισμικά «Λεωφορείον το πάθος» αποδίδεται η βαλκανική εμπειρία ενός ταξιδιού από την πρωτεύουσα των προσφύγων στην πρωτεύουσα των Βουλγάρων με σκοπό καλλιτεχνικό, την απονομή δηλαδή ενός βαλκανικού βραβείου (οι σχετικές αναφορές ταιριάζουν απολύτως με την πρόσφατη μυθιστορηματική και λίαν πειστική περιγραφή του παρασκηνίου των βραβείων όπως αυτές τις χειρίζεται ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο βιβλίο του Τι ζητούν οι βάρβαροι): «Και ύστερα από διαβούλευση η επιτροπή, απαρτιζόμενη από έναν ποιητή Βούλγαρο, ένα λογοτέχνη κι ένα βιβλιοπώλη εκ Θεσσαλονίκης, το γιο του εκ Σκοπίων αντιπροσώπου· άλλοι Βαλκάνιοι δεν ήρθαν ελλείψει εισιτηρίων για το λεωφορείο· κι ενός παρατηρητή των διαπραγμάτων, μοίρασε με σολομώντεια απλότητα τα βραβεία στον Σκοπιανό, αλλά και σε Αλβανό ποιητή και υπουργό, παρακαλώ, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων!» (σ. 130).
Ο Βασίλης Καραγιάννης με «Το χρώμα της νοσταλγίας» μάς έδωσε την καλύτερη μέχρι σήμερα λογοτεχνική δουλειά του: γραφή προσεκτική, με πλούσια γλώσσα (από την ιδιωματική ντοπολαλιά μέχρι την καθαρεουσιάνικη εκδοχή της εξουσιαστικής γλώσσας), ματιά ανοιχτή και κριτική. Παρατηρητικός, βαθιά εξωστρεφής, βαλκάνια ευρωπαίος και με πολλά διαβάσματα μπορεί να δώσει ακόμα περισσότερα (το τελευταίο αποτελεί καίρια παρατήρηση του Μ. Καραγιάννη) αν περιορίσει κάπως τις ισχυρές κοινοτικές ροπές του και την ανάλωσή του στα της πόλεως δεινά (πράγμα που ομολογώ πως δεν εύχομαι!).
Προσωπική συν-κατάθεση από τα Γρεβενά
Υπό Αντώνη Παπαβασιλείου
Ξεκινώ με γλυκόλογα από τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου στη μνημειώδη δεύτερη έκδοση του ΔΟΜΟΥ, το 2005: Tω αυτώ μηνί H΄, η Σύναξις των Aρχιστρατήγων Mιχαήλ και Γαβριήλ, και των λοιπών ασωμάτων, και ουρανίων ταγμάτων. Oγδόη ουρανίης κυδαίνει τάξιος Aρχούς. Και βάζω αρχή με τους στίχους του για τη σημερινή γιορτή των Ταξιαρχών, για τρεις λόγους:
1ον Ξέροντας πόσο τους αγαπά ο Βασίλης
2ον Και μεις σήμερα –εδώ- τελούμε μικρή σύναξη τιμής και αγάπης στον κόσμο των βιβλίων και των δημιουργών τους, μέγιστη η χαρά όταν είναι και φίλοι
και 3ον το ρήμα «κυδαίνω» που μ’ έβαλε φωτιά και κατά τον Δημητράκο σημαίνει τιμώ μα και ευφραίνω.
Τιμούμε και μεις λοιπόν σήμερα αυτόν που με τα λόγια του μας ευφραίνει μα και μας κάνει να στενάζουμε για την ζηλευτή γραφή του.
Βράδυ παρελθόντος Ιουλίου έτρεξα στα ΚΤΕΛ για να παραλάβω, από αγχωμένο να κλειδώσει θύρες και παράθυρα υπάλληλο, το άρτι τυπωθέν 12Χ17 πόντους τομίδιο των 172 και βάλε σελίδων.
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ.
Συλλογή Διηγημάτων υπό Βασίλη Π. Καραγιάννη.
Εκδόσεις Γαβριηλίδη – Αθήνα.
Έτυχε τότε να διαβάζω –πειναλέα- των ιδίων εκδόσεων του Πέτρου Μάρκαρη τα βιβλία. Σύμπτωσις και οιωνός άριστος για μια εξαίρετη συνέχεια.
***
Τα άσπρα τον φιλάργυρον ευφραίνουν και χορταίνουν,
τα φαγητά τον λαίμαργον χορταίνουν και ευφραίνουν,
τα ρούχα τον καλλωπιστήν, και άλλα πάλιν άλλο·
τον φρόνιμον δε άνθρωπον -το λέγω και δεν σφάλλω―
ευφραίνει η ανάγνωσις, ευφραίνει το βιβλίον...
γράφει ο σκοπελίτης ποιητής και αγιορείτης μοναχός Καισάριος Δαπόντες το 1781.
Περί βιβλίου σήμερα ο λόγος και θα προχωρήσω απλά και μόνο σε λεξιθηρία, ένα κυνήγι νοήματος μέσα από συλλαβές και λέξειςγια γραφές -και για τον μάστορά τους- που μας χόρτασαν και μας ευφραίνουν.
ΛΕΥΚΟΠΗΓΗ Κοζάνης.
Βιλίστ’ Βιλιζνός κι ο συγγραφέας μας.
Στο χωριό με τον μεγάλο πλάτανο- που κάποτε συμπύκνωσε ένα καλοκαίρι μου, με τον ΑηΠρόδρομο, τα όμορφα μονοπάτια και προσφάτως με βιαίως εγκατασταθείσα κεραία κινητής αποβλάκωσης.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ.
Πνευματική Επιθεώρηση της Κοζάνης.
Νεαρά 22 ετών, φάρος δημιουργίας στα δυτικομακεδονικά- και όχι μόνο χωράφια του πνεύματος. Αυτουργός, εκδότης και διευθυντής ο Β.Π.-Καραγιάννης.
Τον εγνώρισα παραμονές Μεταμόρφωσις, ως Διευθυντή της Βιβλιο-θήκης Κοζάνης και του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης.
«Ένας πτωχός χαρτοποιμήν και βιβλιο-ασπάλαξ στα πεδινά της ανάγνωσης και στα ρουμάνια της αναζήτησης» όπως ο ίδιος σε δια-δικτυακές σελίδες αυτοπεριγράφεται.
Οινοποιός της γραφής, θα ΄λεγα, με το να φτιάχνει ένα γερό μπρούσκο κρασί ειρωνείας μα και τρυφερότητας, πολλές φορές μάλιστα στυφό για τις «χαδιάρικες γάτες της εξουσίας».
Έφτιαξε δε και την Πόλη του βιβλίου και φιλοκάλησε εκατοντάδα εκδόσεων. Να μια εκ των πλέον αγαπημένων «Πωλούνται βιβλία και πάσης φύσεως χαρτικά» μια περιήγηση στα βιβλιοπωλεία της Κοζάνης κατά το πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα, από την Αναστασία Παληού.
Με έδρα τώρα επί της Χ. Μούκα 1 στο γραφείο εκείνο της νομικής που διακονεί όμως τα βιβλία και μοιάζει, μάλλον είναι, βιβλιοθηκοπωλείον.
ΕΝΔΟΔΗΜΑ, ΕΠΟΧΙΑΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ:
Στήλη της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ που σπάει κόκαλα και γράφει την πραγματική καθημερινή ιστορία του τόπου, καταπώς ο Βασίλης συνοψίζει την Κοζάνη απ’ τη μεριά του φωτός.
Βλέπε εκεί και το τελευταίον «ο καρυδωμένος παντοκράτωρ» όπου συγκρίνονται δυο εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενοι. Ο ένας άγιος και ο άλλος πολιτικός. Ονόματα δεν λέμε.
Λεξιθηρίας συνέχεια επί της προκείμενης βίβλου. Για κάθε διήγημα και μια λέξη οδηγός. Λέξεις δοσμένες εννοιολογικά από τον επίτομο μου Δημητράκο, λεξικόν που- από σκόνη με τη γλυκύτητα άχνης- ξέθαψα σε βιβλιοράφι της πόλη μας.
ΖΕΜΑΤΙΣΜΑ. «Ηθικόν άλγος, έξωθεν επιβαλλόμενον».
Ζεματισμένος και ο ήρωας του τελευταίου διηγήματος ΕΙΧΕ ΑΓΙΟ ΠΟΥ ΛΕΝ, ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ, την ημέρα μάλιστα της γιορτής του.
Μας ψιθυρίζει η σελίδα 166:
«Αυτός, εγερθείς, πήγε κατευθείαν -όπως τα μόλις εξελθόντα της γιδοκοιλιάς κατσίκια της εποχής σπεύδουν για βύζαγμα στις μητρικές ρώγες- στον οικιακό πίνακα της ΔΕΗ και γύρισε τον αυτόματο διακόπτη του καλοριφέρ (ήταν γαρ η εποχή προ της Τηλεθερμάνσεως), κι αυτό δεν άναψε. Η λανθάνουσα υποψία, μετά την άμεση αυτοψία στο υπόγειο με τους καυστήρες και τα ντεπόζιτα πετρελαίου, έγινε ρίγος βεβαιότητας καυτό και κρύο μαζί, αφού ο πανικός είναι τόσο ευμετάβλητο στα ανθρώπινα, άρα επιδεχόμενο κάθε είδους θερμοκρασία, είδος αισθήματος. Είχε τελειώσει το πετρέλαιο ανήμερα Πρωτοχρονιάς! Κι όλα τα πρατήρια ανεφοδιασμού των ολιγωρούντων, φυσικά, ήταν κλειστά κι ευλογημένα. Είχαν και γιορτή στο σπίτι. Ωχ, εις την 3ην».
Και εδώ η καθημερινότητα, η ίδια η πραγματική ζωή κι όχι εγκεφαλικές αοριστολογίες εφοδιάζουν τον συγγραφέα με καύσιμη ύλη πρώτης ποιότητας.
ΠΑΘΟΣ. Παν ότι πάσχει τις.
Στο ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ένα ταξίδι προς τη βουλγαρική πρωτεύουσα, στα λευκά του χιονιού Οδύσσεια. Αφορμές σοφίας και γέλιου. Με πρωταγωνιστή διάσημο φωτογράφο της Θεσσαλονίκης μας.
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ. Το εύοσμον φυτόν ώκιμον.
Στο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΝ ΤΑΦΩ ΚΑΙ ΜΑΪΔΑΝΟΣ ΣΤΗΝ ΤΑΦΡO τα τοπωνύμια εμπλέκονται με ανθρωπωνύμια και ο Θεός κρατά στα κατάστιχα του, λογαριασμό πόνων.
«Πόνος μυλονόπετρας»
ΠΛΗΘΩΡΙΚΟΣ. Εν πλησμονή υπάρχων.
Και η πληθωρική αρχόντισσα, στο ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΕΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ, χαριεντίζεται μεταξύ λύτρωσης ανθρώπινης και της πραγματικής εκ του σκεύους της παλιγγενεσίας, της κολυμβήθρας δηλαδή από την οποία όλοι περάσαμε κατά τη δεύτερη γέννησή μας.
ΛΗΣΤΕΙΑ. Η δι’ ασκήσεως βίας αρπαγή αντικειμένων.
Και στα ΛΗΣΤΡΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ, το πρώτο εν σειρά διήγημα, μια παλαιοκωστέικου τύπου ληστεία στα Σέρβια θυμίζει Γκαντάρα την εποχή των ΠΕΠ, του ΕΣΠΑ και άλλων αναπτυξιακών ηχηρών αρκτικόλεξων.
ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ. Η λίαν δυσχερής θέσις.
Όπως αυτήν του ταχυδρομικού διευθυντή, στο με καβαφικούς απόηχους ΑΝΕΜΟΣ...ΔΗΛΑΔΗ ΚΑΤΑ ΠΩΣ ΛΕΝ ΕΓΙΝΕ ΑΓΕΡΑΣ.
Τον λυπήθηκα τον άνθρωπο στο τέλος.
ΧΛΑΙΝΑ. Χειμερινόν ιμάτιον εκ παχέος υφάσματος, ριπτόμενον επί των ώμων.
Και στον ΑΠΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΧΛΑΙΝΗΣ φιλάνθρωπα και όχι ιδεολογικά διεξερχόμαστε την μεταπολεμική περίοδο.
Να κάτι που με εντυπωσιάζει στην εποχή του ξύλινου, εντελώς κόντρα πλακέ, λόγου και των σκληρών επιχειρημάτων.
Ο συγγραφέας μας, βλέπει τον μέσα άνθρωπο, τον ανεμοδαρμένο από την ιστορία, κι όχι τον αριστεροδεξιό οπαδό.
Και αυτό το βλέπει κανείς να ξεκινά από την Παρέμαβση και να εκβάλλει μέχρι τα διηγήματα του. Μου τυπώθηκε στο μυαλό και το λαθρεμπορίου καπνού στο Πυλωρί κι όλα τα συν αυτώ βάσανα.
ΡΕΤΣΙΝΑ. Ρητινίτης οίνος.
Ρετσίνες πάνε κι έρχονται και υπερίπτανται κιόλας, στο ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΜΕΛΑΓΧΟΛΟΥΣΑΝ ΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ.
Και οι ψυχές «κάτι μεταξύ δεντρολίβανου και βασιλικού».
Δεν ξέρω πως τούτο το γλέντι με πήγε σε εκείνο το άλλο μέσα στο παλαιοκαφενείο της πλατείας, της ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ ΕΝΔΟΝ, η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Βασίλη.
Διηγήματα του 95 και του 2008 γεφυρώνουν μνήμες.
ΔΕΥΤΕΡΕΥΩ. Καταλαμβάνω δευτέραν θέσιν.
Κι ο συγγραφεύς μας δείχνει την αγάπη του για τις δευτερεύουσες και όχι τις πρωτεύουσες πολιτείες, στο ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, εισερχόμενος στη συμπρωτεύουσα με οχληρό των ΚΤΕΛ λεωφορείο.
Νομίζω πως χρειαζόμαστε μια πραγματεία για τα δημόσια μέσα μεταφοράς ως αρίστου υλικού για τη λογοτεχνία (ω, του θαυμάσιου εκείνου ΚΤΕΛεωφορείου που μας ανέβαζε από Χανιά στην Χώρα Σφακίων. Τι θα μπορούσε να γράψει ο Καραγιάννης!).
ΜΠΟΥΚΑΛΙ. Φιάλη, μποτίλια.
Μπουκάλα έμεινε κι ο ήρως που μας ξεναγεί στο ΕΝΑ ΚΡΑΣΙ ΓΙΑ ΔΥΟ ΕΝΤΕΛΩΣ, ομιλών περί αρμών και συρμών του πολιτιστικού κυκλώματος, μα και ιχθύων και θαλασσινών που κοσμούν ημερίδες και συμπόσια του πνεύματος.
Το διάβασα απνευστί και εν φωνή ένα βράδυ κατ’ οίκον και προ οικείου ακροατηρίου.
ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗΣ. Ταινία προς επισήμανσιν σελίδων βιβλίου.
Φύλλο λεμονιάς χρησιμοποίησε ο συγγραφέας στον Θουκυδίδη (την έκδοση του Γαλαξία, μετάφραση Αγγέλου Βλάχου) όπου με τρυφερότητα μας εισάγει στο ΣΙΚΕΛΙΚΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ των αναμνήσεων του.
Διαβάζω στη σελίδα 150: «Στη μικρή πόλη με τις πολλές εκκλησίες ήρθε ανέλπιστα και το κόκκινο κρασί “Mπιβόντζι”, ανάμνηση από κείνα τα μέρη του φτωχού αγίου. Γιατί το κρασί δεν είναι η γεύση, η δροσιά το άρωμά του. Eίναι οι μνήμες που έρχονται με αυτό. Πίνεις και θυμάσαι τι έζησες, τι δεν έζησες και με ποιούς..."
ΣΤΡΑΤΟΣ. Πολυπληθές άθροισμα ενόπλων και οργανωμένων ανθρώπων προς πολεμικούς σκοπούς.
Η στρατιωτική θητεία κυρίαρχη στο Χρώμα της Νοσταλγίας, το διήγημα που βάφτισε και το βιβλίο μας.
Και μάλιστα θητεία με πολιτιστικές εκγυμνάσεις σε ταινία του Κακογιάννη.
Ιδιότυπος στίβος μάχης. Η Καραγιάννειος ειρωνεία στα φόρτε της.
ΣΟΥΡΑΥΛΙ. Ποιμενικός αυλός.
«Είχα εγώ σουραύλι (ήτοι φλογέραν), αλλά δεν είχα αρκετόν θράσος ώστε να παίζω εν γνώσει ότι θα με ήκουεν αυτή...Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της, αλλά δεν ηξεύρω πως της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ήξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι».
Αυτά είναι από τον δάσκαλο του ωδείου που φοίτησε ο Βασίλης, ήγουν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη εκ νήσου Σκιάθου.
«Έπαιζε και την φλογέρα ωραία, έκπαλαι» ο Σαλομηνάς στο Η ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ «ΜΗΝΑΣ Ο ΑΝΕΜΕΛΟΣ».
Κατσικάκι γάλακτος το διήγημα αυτό και δώστε αυτί στη σελίδα 67:
«Eκατοντάδες ξυλόγλυπτες γκλίτσες, πιάτα, κουτάλια, κουτάλες - ανακάτευε με μια αργασμένη τέτοια η μάνα το πασχαλινό ρυζόγαλο- βγήκαν από μια τέχνη των χεριών του, τέχνη που ενδημούσε και συνεχιζόταν από μίμηση σε μίμηση, από τσοπάνο σε ποιμένα, από μαθητεία σε θητεία. Eφτιαξε από πυξάρι μέχρι και δόντι το σφήνωσε και το φορούσε ως την κανονική αποκατάστασή του, να καλύψει της οδοντοστοιχίας το αισθητικό κενό. Είχε εργαλεία παλαιϊκά αλλά πολύτιμα με όλο το χρόνο και τα συμπαρομαρτούντα του πάνω τους. Κοφτερά αιθέρας, ίσια μακρουλά, γυριστά. Tου τα έκλεψαν διερχόμενοι Aλβανοί, που τους είχε βάλει, με αμοιβή κανονική, να μαζέψουν την κοπριά από τη στάνη στο Γομαρόλακκο. Tους ήταν εντελώς άχρηστα αλλά, έτσι, από το συνήθειο της φυλής, το έπραξαν. Tα θρήνησε σαν παιδιά του.
Mόνιμα πεινασμένος για τσιγάρο από τα στούκας της κούτας έως τα μονά καρέλια κι έθνος εξαιρετικά ή το αλησμόνητο 5αρι Παπαστράτος. O γαλατάς της μέρας, που ερχόταν στη στάνη ν’ αρμέξουν και να πάρει το γάλα σύμφωνα με τον γαλομέτρο, πρώτα τσιγάρα απέθετε εντός της ντραγατσίκας, φόρος εισελεύσεως, και μετά τα άλλα είδη εστιάσεως. Δεν φάνηκε ποτέ στον ορίζοντα ατσίγαρος βοσκός».
***
Κλείνοντας τα αποψινά, ανοίγω εισαγωγικά, με τα λόγια του Βασίλη από εορταστικόν άρθρο του:
«Mόνο όσοι άφησαν τους εαυτούς τους αναγνωστικά αταξίδευτους, δεν γνωρίζουν τι κόσμους άφησαν να περάσουν από δίπλα τους, όπως το νερό μέσα από τη χούφτα τους, χωρίς να τους γνωρίσουν. Kι είναι λειψοί κι ας μην νιώθουν την έλλειψη αυτή εντός τους, το ότι δεν έγιναν δηλαδή κοινωνοί μιας πανανθρώπινης ευαισθησίας, εμπειρίας και γνώσης δια της γραφής και της ανάγνωσης.Οι αναγνώστες είναι λοιπόν οι πλέον ταξιδεμένοι άρα και πιο τυχεροί άνθρωποι».
Τέτοιας τύχης, φίλοι μου, μακάρι να αξιωθούμε όλοι μας.
Σύνοψις των άνωθεν;
Μικρό πλήν όμως θαυματουργό το βιβλίο τούτο.
Διαβάστε το!
Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009
Περί της νοσταλγίας του Β.Π.Κ.
"Εχει όπλο με διόπτρα και ως άριστος σκοπευτής σημαδεύει..."
Βασίλη Π. Καραγιάννη: «Το χρώμα της νοσταλγίας» (Διηγήματα)
(Εκδόσεις Γαβριηλίδης Αθήνα 2008, σελ.176)
Υπό Χρήστου Κορέλα
Επιθυμώ να το πω από την αρχή: Αυτός ο άνθρωπος, ο Βασίλης Καραγιάννης δεν παίζεται. Η αφηγηματικότητά του, το χιούμορ του, η καυστική του ειρωνεία , που δεν θίγει και υπεροψία δεν έχει, το εύρος των γνώσεών του, η ποταμίσια ροή της γραφής του, η δύναμή του να μεταμορφώνει και τα πιο ασήμαντα σε μνημεία λόγου και τέχνης φυσικά, η χαρισματική του πνοή να αποδραματοποιεί γεγονότα και επίπεδα ζωής αποφεύγοντας, με σαρκασμό, τον τραγικόν «έλεον και φόβον», τον κάνουν μοναδικό, αξεπέραστο στην ιδιαιτερότητα της πεζογραφίας του και στην ποίησή του. Μα προπαντός στην εμπλοκή - θα έλεγα με την καθιερωμένη κουβέντα στα καθ’ ημάς, στη διαπλοκή - ιστορίας και μύθου, που τον αναδεικνύει ως μυθιστοριογράφο – εκείνα τα αλησμόνητα «τα 6,6 της σκηνοπηγίας» - και ως αφηγητή και διηγηματογράφο, που δεν χαρίζεται και δεν ξοδεύει τα αποθεματικά της τέχνης του με τίποτα. Μένει πάντα σε κείνη τη σφριγηλή νεότητα του οργισμένου. Δεν συμβουλεύει, ούτε παριστάνει το δάσκαλο, ούτε αφήνει να φανεί η πρόθεσή του να διορθώσει τον κόσμο. Έχει όπλο με διόπτρα και ως άριστος σκοπευτής μπορεί να σκοτώνει τη βλακεία, την αλαζονεία , την κουφότητα, την ασέβεια, την απληστία των προσώπων του, αλλά καταφέρνει να τ’ αφήνει ζωντανά εις «μυκτηρισμόν και χλευασμόν τοις γείτοσιν ημών». Και το απολαμβάνει. Τον φαντάζομαι, όταν γράφει τις εμπνεύσεις του, τί γέλιο θα κάνει και τί μυστικό πόνο θα σωρεύει μέσα του, καθώς αναμοχλεύει την αθλιότητα του ταχυδρομικού διευθυντή με το παρατσούκλι ο «άνεμος» που του κόλλησαν. Εδώ ο συγγραφέας κάνει μια θαυμαστή και ακραία πνευματώδη κοινωνική ψυχολογία βάθους, όταν ολόκληρη πόλη συντονίζεται στο χλευαστικό «ο άνεμος» για την μικρότητα και τη θλιβερότητα της διευθυντικής φιγούρας. Κι όταν μετατίθεται στην Τρίπολη για να γλυτώσει από τον «άνεμό» του, ένας φαντάρος σε κείνη πόλη, προερχόμενος από την προηγούμενη , έκπληκτος τον βλέπει και αυθόρμητα εκστομίζει « ο άνεμος». Μου θυμίζει τον Καβάφη «αν τη ζωή σου στην κόχη τούτη τη μικρή τη ρήμαξες - σ’ όλη τη γή τη χάλασες».Στην «ποιμενική συμφωνία» «Μηνάς ο ανέμελος» φυτρώνει η ληστική φιγούρα του δασάρχη. Ο ίδιος αρχιδάμιος πόλεμος. Δεν πρόκειται για μουσική συμφωνία, αλλά για σιωπηλή μεταξύ του τσοπάνη Μηνά και του δασάρχη, που όταν δεν του πήγαινε τα πεσκέσια, εκείνος τον σεργιάναγε στα δικαστήρια για αγροζημίες. Η ληστρική αθλιότητα της εξουσίας. Πειρασμός στις τίμιες μέρες μας με τα ιερά βα(λ)τώδη πεδία . Ο Μηνάς του συγγραφέα παραμένει και στη δίκη ανέμελος. κρατάει το δοχείο της εξαγοράς ο έρμος. Ο αμίμητα σκωπτικός συγγραφέας στολίζει το δασάρχη και με τον ερωτικό πόνο της Αλεξάνδρας «…δεν είμαι απ’ τον αέρα δεν είμαι απ’ το βοριά/ μόν’ είμαι από σένα…». Πάντως κι όταν ο Μηνάς έκαψε από αφροντισιά το δάσος, η μόνη του τιμωρία ήταν να δώσει τ’ όνομά του: «του Μηνά το καμένο».Στο διήγημά του «Λεωφορείον το πάθος», όπου ο ήρωάς του – ο ίδιος πρέπει να πρωταγωνιστεί - επιστρέφει από γειτονική χώρα με πολύ χιόνι σε δρόμους κατάρας , πιστεύουν όλοι, ότι σίγουρα κάποια χαράδρα θα βουλώσουν. Φαντάζεται τον εαυτό του «στη χωματερή των σωμάτων», όπου θα μαζευτούν πολλοί επίσημοι και παρακαλεί το θεό: « να μου δώσεις την ευκαιρία , Θεέ μου, να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου και να τους πετάξω με το πρώην στόμα μου, απ’ το οποίο εκ της άνω σιαγόνος θα έχει φύγει προ πολλού το δόντι σκαφτιάς και κόφτης – εγώ μασέλα δεν φοράω – να τους πετάξω λοιπόν, ένα -Βρε ουστ, κοπρόσκυλα».Στις μνήμες στρατού μιλάει «για τη μοναξιά των αναμνήσεων, που σ’ έχωνε ακόμα πιο βαθιά στο χυλό της απελπισίας».Σημείωσα εκεί δίπλα στο κείμενό του: προσωπικά δεν θα ήθελα να θυμάμαι. Πονάνε πολύ! Τελικά πως ορίζει τη νοσταλγία του ο συγγραφέας; «Πώς είναι η νοσταλγία; Ένα άρωμα φτηνό στις μεγάλες μπουκάλες με την εφήμερη, προκλητική δήλωση της ύπαρξής του στα δέλτα και θήτα των θηλέων, στις μόλις διακρινόμενες αυλακιές του στέρνου ή στα απαιτητικά διαγραφόμενα υψώματα του στήθους, όπου στους φυσιολογικούς καιρούς τσιμπολογούν μεσημβρινά περιστέρια ή πίνουν νερό πρωινοί κορυδαλλοί». Αυτό το αναφέρει στο διήγημα «το χρώμα της νοσταλγίας» και αναφέρεται στην περίοδο της στρατιωτικής θητείας στο κέντρο νεοσυλλέκτων – υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών Κορίνθου - όπου έβλεπες, τότε βέβαια, όχι τώρα – την πολιτική σου ζωή ως κάτι απόμακρο, ξένο και …νοσταλγικό, όσο άσχημη κι αν ήταν. Ο Βασίλης Καραγιάννης είναι ατελείωτος. Και όλα του τα διηγήματα να πρόσθετα, πάλι λίγο θα ήταν. Διαβάστε τα. Είναι μια μαθητεία στη τέχνη της πεζογραφίας, που ωστόσο παραμένουν μίαν απόλαυση αισθητική και ζωική!
Βασίλη Π. Καραγιάννη: «Το χρώμα της νοσταλγίας» (Διηγήματα)
(Εκδόσεις Γαβριηλίδης Αθήνα 2008, σελ.176)
Υπό Χρήστου Κορέλα
Επιθυμώ να το πω από την αρχή: Αυτός ο άνθρωπος, ο Βασίλης Καραγιάννης δεν παίζεται. Η αφηγηματικότητά του, το χιούμορ του, η καυστική του ειρωνεία , που δεν θίγει και υπεροψία δεν έχει, το εύρος των γνώσεών του, η ποταμίσια ροή της γραφής του, η δύναμή του να μεταμορφώνει και τα πιο ασήμαντα σε μνημεία λόγου και τέχνης φυσικά, η χαρισματική του πνοή να αποδραματοποιεί γεγονότα και επίπεδα ζωής αποφεύγοντας, με σαρκασμό, τον τραγικόν «έλεον και φόβον», τον κάνουν μοναδικό, αξεπέραστο στην ιδιαιτερότητα της πεζογραφίας του και στην ποίησή του. Μα προπαντός στην εμπλοκή - θα έλεγα με την καθιερωμένη κουβέντα στα καθ’ ημάς, στη διαπλοκή - ιστορίας και μύθου, που τον αναδεικνύει ως μυθιστοριογράφο – εκείνα τα αλησμόνητα «τα 6,6 της σκηνοπηγίας» - και ως αφηγητή και διηγηματογράφο, που δεν χαρίζεται και δεν ξοδεύει τα αποθεματικά της τέχνης του με τίποτα. Μένει πάντα σε κείνη τη σφριγηλή νεότητα του οργισμένου. Δεν συμβουλεύει, ούτε παριστάνει το δάσκαλο, ούτε αφήνει να φανεί η πρόθεσή του να διορθώσει τον κόσμο. Έχει όπλο με διόπτρα και ως άριστος σκοπευτής μπορεί να σκοτώνει τη βλακεία, την αλαζονεία , την κουφότητα, την ασέβεια, την απληστία των προσώπων του, αλλά καταφέρνει να τ’ αφήνει ζωντανά εις «μυκτηρισμόν και χλευασμόν τοις γείτοσιν ημών». Και το απολαμβάνει. Τον φαντάζομαι, όταν γράφει τις εμπνεύσεις του, τί γέλιο θα κάνει και τί μυστικό πόνο θα σωρεύει μέσα του, καθώς αναμοχλεύει την αθλιότητα του ταχυδρομικού διευθυντή με το παρατσούκλι ο «άνεμος» που του κόλλησαν. Εδώ ο συγγραφέας κάνει μια θαυμαστή και ακραία πνευματώδη κοινωνική ψυχολογία βάθους, όταν ολόκληρη πόλη συντονίζεται στο χλευαστικό «ο άνεμος» για την μικρότητα και τη θλιβερότητα της διευθυντικής φιγούρας. Κι όταν μετατίθεται στην Τρίπολη για να γλυτώσει από τον «άνεμό» του, ένας φαντάρος σε κείνη πόλη, προερχόμενος από την προηγούμενη , έκπληκτος τον βλέπει και αυθόρμητα εκστομίζει « ο άνεμος». Μου θυμίζει τον Καβάφη «αν τη ζωή σου στην κόχη τούτη τη μικρή τη ρήμαξες - σ’ όλη τη γή τη χάλασες».Στην «ποιμενική συμφωνία» «Μηνάς ο ανέμελος» φυτρώνει η ληστική φιγούρα του δασάρχη. Ο ίδιος αρχιδάμιος πόλεμος. Δεν πρόκειται για μουσική συμφωνία, αλλά για σιωπηλή μεταξύ του τσοπάνη Μηνά και του δασάρχη, που όταν δεν του πήγαινε τα πεσκέσια, εκείνος τον σεργιάναγε στα δικαστήρια για αγροζημίες. Η ληστρική αθλιότητα της εξουσίας. Πειρασμός στις τίμιες μέρες μας με τα ιερά βα(λ)τώδη πεδία . Ο Μηνάς του συγγραφέα παραμένει και στη δίκη ανέμελος. κρατάει το δοχείο της εξαγοράς ο έρμος. Ο αμίμητα σκωπτικός συγγραφέας στολίζει το δασάρχη και με τον ερωτικό πόνο της Αλεξάνδρας «…δεν είμαι απ’ τον αέρα δεν είμαι απ’ το βοριά/ μόν’ είμαι από σένα…». Πάντως κι όταν ο Μηνάς έκαψε από αφροντισιά το δάσος, η μόνη του τιμωρία ήταν να δώσει τ’ όνομά του: «του Μηνά το καμένο».Στο διήγημά του «Λεωφορείον το πάθος», όπου ο ήρωάς του – ο ίδιος πρέπει να πρωταγωνιστεί - επιστρέφει από γειτονική χώρα με πολύ χιόνι σε δρόμους κατάρας , πιστεύουν όλοι, ότι σίγουρα κάποια χαράδρα θα βουλώσουν. Φαντάζεται τον εαυτό του «στη χωματερή των σωμάτων», όπου θα μαζευτούν πολλοί επίσημοι και παρακαλεί το θεό: « να μου δώσεις την ευκαιρία , Θεέ μου, να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου και να τους πετάξω με το πρώην στόμα μου, απ’ το οποίο εκ της άνω σιαγόνος θα έχει φύγει προ πολλού το δόντι σκαφτιάς και κόφτης – εγώ μασέλα δεν φοράω – να τους πετάξω λοιπόν, ένα -Βρε ουστ, κοπρόσκυλα».Στις μνήμες στρατού μιλάει «για τη μοναξιά των αναμνήσεων, που σ’ έχωνε ακόμα πιο βαθιά στο χυλό της απελπισίας».Σημείωσα εκεί δίπλα στο κείμενό του: προσωπικά δεν θα ήθελα να θυμάμαι. Πονάνε πολύ! Τελικά πως ορίζει τη νοσταλγία του ο συγγραφέας; «Πώς είναι η νοσταλγία; Ένα άρωμα φτηνό στις μεγάλες μπουκάλες με την εφήμερη, προκλητική δήλωση της ύπαρξής του στα δέλτα και θήτα των θηλέων, στις μόλις διακρινόμενες αυλακιές του στέρνου ή στα απαιτητικά διαγραφόμενα υψώματα του στήθους, όπου στους φυσιολογικούς καιρούς τσιμπολογούν μεσημβρινά περιστέρια ή πίνουν νερό πρωινοί κορυδαλλοί». Αυτό το αναφέρει στο διήγημα «το χρώμα της νοσταλγίας» και αναφέρεται στην περίοδο της στρατιωτικής θητείας στο κέντρο νεοσυλλέκτων – υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών Κορίνθου - όπου έβλεπες, τότε βέβαια, όχι τώρα – την πολιτική σου ζωή ως κάτι απόμακρο, ξένο και …νοσταλγικό, όσο άσχημη κι αν ήταν. Ο Βασίλης Καραγιάννης είναι ατελείωτος. Και όλα του τα διηγήματα να πρόσθετα, πάλι λίγο θα ήταν. Διαβάστε τα. Είναι μια μαθητεία στη τέχνη της πεζογραφίας, που ωστόσο παραμένουν μίαν απόλαυση αισθητική και ζωική!
Οταν η ατομική μνήμη συναντά το συλλογικό
Ενας πεζογράφος με ιδιαίτερο βλέμμα και στίγμα
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Το χρώμα της νοσταλγίας
«ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ»ΣΕΛ. 173
ΕΛΕΝΑΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
Ο Βασίλης Καραγιάννης είναι Δυτικομακεδόνας. Γεννημένος στη Λευκοπηγή Κοζάνης (1953), μεγαλωμένος στην Κοζάνη, σπουδαγμένος στη Θεσσαλονίκη, μόνιμος και πιστός στη δυτικομακεδονική πολιτεία κάτοικος. Με πολλαπλή εντόπια πνευματική και λογοτεχνική δραστηριότητα. Εκδότης και διευθυντής, από το 1984, της κοζανίτικης πνευματικής επιθεώρησης «Παρέμβαση», διευθυντής, από το 1996 έως το 2003, της ιστορικής και πλούσιας σε σπάνια παλαιά βιβλία Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του θνήσκοντος, δυστυχώς πλέον, Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, φιλόδοξο κάποτε δημιούργημα επί υπουργίας Μικρούτσικου. Διηγηματογράφος, με αρκετές συλλογές διηγημάτων και αφηγήσεων έως σήμερα. Ο συντοπίτης του κριτικός, πεζογράφος, συνεκδότης της «Παρέμβασης» και συνονόματός του -τουλάχιστον ως προς το επίθετο- Μάκης Καραγιάννης στη μελέτη-ανθολογία του «Η αισθητική της ιθαγένειας» τον χαρακτηρίζει βιωματικό πεζογράφο, κατά τα πρότυπα του Γιώργου Ιωάννου, ως προς την εντόπια αφηγηματική περιπλάνησή του στον χώρο και τον χρόνο της δυτικομακεδονικής πολιτείας καθώς και της γενέτειράς του Λευκοπηγής. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω έως σήμερα συστηματικά ασχοληθεί με τα κείμενα του Κοζανίτη συγγραφέα, ώστε να υιοθετήσω ή να απορρίψω την άποψη του έτερου συνονόματου συντοπίτη συγγραφέα. Από τα δεκατρία διηγήματα του Βασίλη Καραγιάννη που φιλοξενούνται στο τελευταίο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Το χρώμα της νοσταλγίας», ορισμένα μπορούν να τοποθετηθούν στο κεφάλαιο της βιωματικής πεζογραφίας, μακράν όμως από την οπτική του πρώτου διδάξαντα αυτήν, δηλαδή του Γιώργου Ιωάννου, τουλάχιστον ως προς τη λογοτεχνική ανάδειξη και μετάπλαση του βιώματος. Το βλέμμα και η γραφή του Β. Καραγιάννη διεκδικούν το δικό τους προσωπικό στίγμα. Αν παρατηρούσα κάτι να υποφώσκει πίσω από τις σελίδες των εκτενών διηγημάτων του, είναι κάποιοι σκαρίμπειοι απόηχοι καθώς και μια διάθεση περιπαικτική και ελαφρώς σουρεαλιστική που συναντά ο αναγνώστης σε ορισμένα διηγήματα του Θεσσαλονικέα πεζογράφου Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ετερο στοιχείο της γραφίδας του Κοζανίτη συγγραφέα είναι ότι δεν ακολουθεί την πεπατημένη της κλασικής διηγηματογραφίας, αρχή - μέση - τέλος. Χαρακτηριστικό του οι μεγάλες παρεκβάσεις, που ανατρέπουν κάθε λίγο και λιγάκι τη χρονική ακολουθία της αφήγησης, που ανοίγουν νέα επεισόδια, παρεμβάλλουν νέα πρόσωπα, και νέες εικόνες στον κορμό της κύριας αφήγησης, χωρίς να είναι λίγες οι φορές που οι παρεκβάσεις αυτές λειτουργούν δίκην σχολίων ή παρατηρήσεων του συγγραφέα. Με τον τρόπο αυτό ενδυναμώνεται η λειτουργία της μνήμης, που ξεφεύγει από τη δικαιοδοσία του προσωπικού βιώματος και ανάγεται σ' εκείνη της συλλογικής μνήμης. Παράδειγμα τα διηγήματα «Ο απόλογος της χλαίνης» ή το «Ενα κρασί για δύο εντελώς».Τα πιο δυνατά όμως όπλα του Β. Καραγιάννη είναι η παρωδία και η ειρωνεία, η τελευταία μάλιστα περιβάλλει όλα σχεδόν τα διηγήματά του. Στο πρώτο διήγημά του «Ληστρικά παραγγέλματα» -από τα καλύτερα της συλλογής- παρωδία και ειρωνεία πορεύονται μαζί. Ο συγγραφέας στήνει μια παρωδία ληστείας σε μια επαρχιακή πόλη, όπου ο ένας εκ των δύο επίδοξων ληστών αντί του ορθού ληστρικού παραγγέλματος προς τον ταμία της τράπεζας «Ανοιξε το χρηματοκιβώτιο», αναφωνεί «Ανοιξε το γραμματοκιβώτιο, ρε π...», παράγγελμα που θα πυροδοτήσει τις αλλεπάλληλες ανατροπές της ληστείας έως τη σουρεαλιστική της έκβαση. Αλλά και η αφηγηματική τεχνική υπηρετεί το ύφος της παρωδίας, καθόσον επιλέγεται η αναπαράστασή της σε τρεις σκηνές δίκην αστυνομικής ταινίας. Εξάλλου, όπως γράφει σχολιογραφικά ο επεμβαίνων συγγραφέας, όλα «θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε μια ταινία, την ίδια που νόμισαν ότι ζούσαν οι πρωινοί πελάτες που ήρθαν να καταθέσουν ενθάδε τα ρευστά τους περισσεύματα...».Στο διήγημα «Ανεμος... δηλαδή κατά πώς λεν έγινε αέρας» η ειρωνική ματιά του συγγραφέα συντελεί ώστε να αποδραματοποιείται η απάνθρωπη συμπεριφορά των κατοίκων μιας επαρχιακής πόλης απέναντι στον διαφορετικό από αυτούς ήρωα με αφορμή τη μη συνηθισμένη σ' αυτούς λέξη «άνεμος» που εκστομίζει αντί αυτής που χρησιμοποιούν αυτοί, «αέρας». Χάρη σ' αυτό το εύρημα ο Καραγιάννης, χωρίς να χάνει στιγμή την αποστασιοποιημένη ειρωνική ματιά του, φωτίζει τη μιζέρια και την πλήξη της επαρχίας, την επίπεδη και χωρίς ενδιαφέροντα ζωή της, που αναζητεί εξιλαστήρια θύματα για ό,τι εκείνη δεν έχει το θάρρος να ανατρέψει. Ετσι ο ταχυδρομικός διευθυντής μετατρέπεται στο άλλοθι της ίδιας της πόλης, και ο άνεμος τον κυνηγά ακόμη και πέραν αυτής, για να σωθεί τελικά από τα ανελέητα ριπίσματά του μέσα στους τοίχους του δημόσιου ψυχιατρείου όπου εκούσια καταλήγει και μας μυεί στην περιπέτειά του. Σε πολλαπλά επίπεδα κινείται το επίσης καλοδουλεμένο διήγημα «Η ποιμενική συμφωνία "Μηνάς ο ανέμελος"». Συνεπής σ' αυτό που δηλώνει στον τίτλο, ο Καραγιάννης υποτιτλίζει τα υποκεφάλαια του διηγήματος με μουσικά τέμπη, π.χ allegro man non tropo, andante molto mosso κ.λπ., τα οποία λειτουργούν εντελώς περιπαικτικά και αντιθετικά με το περιεχόμενό τους. Ο ήρωας, ένας αθώος ποιμένας που στην παιδική του ηλικία τον πότισαν με ένα ποτήρι αμετάβγαλτη ρακή, με αποτέλεσμα να διασαλευθεί η εσωτερική του ισορροπία και να μετατατραπεί σ' ένα είδος σαλού του βουνού και της στάνης, διαθέτει λαρύγγι αοιδού όπερας! Και φυσικά έναν χαρακτήρα ανυπεράσπιστο και πολλαπλώς ευάλωτο. Κι εδώ όμως η περίπτωση του ανέμελου Μηνά γίνεται αφορμή για να σκιαγραφηθεί μια ολόκληρη κοινότητα, καθώς και μια εποχή. Σαν αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια πρόσωπα και καταστάσεις μιας εποχής κατά την οποία τα περίφημα ΤΕΑ ήταν οι άρχοντες της ελληνικής υπαίθρου είναι και το επίσης πολλαπλών διασταυρώσεων διήγημα «Ο απόλογος της χλαίνης».Πλησιέστερα στη βιωματική πεζογραφία, με κυρίαρχη την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, είναι τα διηγήματα «Πάντα με μελαγχολούσαν τα γλέντια των άλλων», «Κολυμβήθρες εν γένει», «Επιδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων», «Λεωφορείον το Πάθος», «Είχε άγιο που λέν', στα χιόνια» και φυσικά «Το χρώμα της νοσταλγίας» που δίνει και την επίσης ειρωνική απάντηση στην πιθανή εκ μέρους του αναγνώστη ερώτηση «Μα, τι χρώμα έχει η νοσταλγία;». Την αποστασιοποιημένη ματιά του Β. Καραγιάννη υπηρετεί πλήρως και η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Λόγια, με αέρα εξεζητημένης καθαρεύουσας, όπου χρειάζεται, αλλά και με εντέχνως παρεισφρέοντα λαϊκά ή και εντόπια ιδιόλεκτα. Εντέλει, μια αξιοπρόσεκτη βορειοελλαδίτικη φωνή.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/11/2008
Περί της νοσταλγίας εν γένει
Βασίλης Π. Καραγιάννης.Το χρώμα της νοσταλγίας (διηγήματα)
Ποιο είναι άραγε το χρώμα της νοσταλγίας; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να δώσει απάντηση η νέα συλλογή διηγημάτων του Β.Π.Καραγιάννη. Ο γνωστός συγγραφέας, διευθυντής της πνευματικής ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ και πρώην διευθυντής του ΙΝ.Β.Α. κάνει με το νέο του βιβλίο μία πρωτόγνωρη κατάθεση συναισθημάτων μέσα από 13 διηγήματα-αφηγήσεις. Κάποια από αυτά μετά την πρώτη τους δημοσίευση στις σελίδες της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ -δηλαδή του εφήμερου και προσωρινού έντυπου Τύπου- απέκτησαν μία μόνιμη θέση στις σελίδες του νέου βιβλίου και όλα μαζί συνθέτουν με εξαίρετη μαεστρία το χρώμα της νοσταλγίας.Γραμμένες με το γνωστό και ιδιαίτερο στυλ και ύφος του συγγραφέα οι 13 ιστορίες του νέου βιβλίου κάνουν μία ιδιαίτερη διαδρομή με πολλές και διαφορετικές, ενδιαφέρουσες πάντα, στάσεις. Κάθε μία με άλλη αφορμή και γενεσιουργό αιτία που ξύπνησε το μυαλό και την πένα του συγγραφέα. Μία ληστεία σε τράπεζα μίας κατά τʼ άλλα ασήμαντης βορειοελληνικής πόλης, μία επίσκεψη, αγνώστου αφορμής κι αποτελέσματος, στη Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των φοιτητικών ονείρων και σε όλες τις εποχές των προσφύγων, αναμνήσεις από τον ελληνικό στρατό -και εδώ διακρίνεται καθαρά το χρώμα της νοσταλγίας- περιπέτειες στην πόλη των βουνών, που ανέλαβε να περπατήσει τα βήματά του συγγραφέα και ταξίδια, ταξίδια πολλά. Η αφορμή σε ένα συγγραφέα μπορεί να δοθεί από ένα μικρό γεγονός της καθημερινότητας, που συνήθως περνάει απαρατήρητο, γιατί ελάχιστοι έχουν την ικανότητα και την ευαισθησία να το δουν ως μοναδικό. Ο Β.Π.Κ. κατέχει την ικανότητα. Και αναδεικνύει την ευαισθησία του σε προσόν μοναδικό και ανεπανάληπτο.Θυμάμαι πως όταν διάβασα πρώτη φορά βιβλίο του Β.Π.Κ. τρόμαξα. Τρόμαξα, γιατί αμέσως μόλις έφτασα στην τελευταία λέξη της τελευταίας σελίδας μία υποσυνείδητη λειτουργία του μυαλού μου με οδήγησε να γυρίσω ξανά στην πρώτη και να το διαβάσω από την αρχή, ξανά και ξανά, μέχρι που έφτασα να θυμάμαι απʼ έξω φράσεις και παραγράφους ολόκληρες, ό,τι μπορούσε να αποτυπωθεί στο μυαλό και στην ψυχή, τον κύριο αποδέκτη των λογοτεχνικών λόγων. Από τότε αυτή η συνήθεια έγινε σχεδόν εθισμός και κάπως έτσι διαβάζω ακόμα όλα τα βιβλία του Β.Π.Κ. Τι φταίει για αυτή μου τη συνήθεια δεν έχω καταφέρει ακόμα να ανακαλύψω, είναι, όμως, κάτι στις σελίδες όλων των βιβλίων του, μικρό και απειροελάχιστο, μα πάντα παρόν, που δε σε αφήνει να ξεφύγεις με ένα απλό διάβασμα και μόνο.Ίσως να φταίει η γλώσσα που ο συγγραφέας επιλέγει για την εξιστόρησή του, λόγια και δημοτική ταυτόχρονα, η διαφορετική απόχρωση των λέξεων και των προτάσεων, η απλότητα με την οποία οι πολύπλοκες εικόνες σχηματίζονται στις σελίδες του βιβλίου και κατʼ επέκταση και στο μυαλό του αναγνώστη και αυτή η αίσθηση του διαφορετικού, του καινούργιου και αλλιώτικου. Ίσως να φταίει το ότι στις μικρόσχημες σελίδες των βιβλίων του Β.Π.Κ. αποκαλύπτεται μαζί με την ψυχή του συγγραφέα κι ένα κομμάτι της δικής μας ψυχής, των δικών μας μυστικών και ονείρων. Δεν το επιδιώκει, δεν το επεδίωξε ποτέ. Μαζί με την ευαισθησία, είναι κι αυτή μια έμφυτη ικανότητα.«Πώς είναι η νοσταλγία; Ένα άρωμα φτηνό στις μεγάλες μπουκάλες με την εφήμερη, προκλητική δήλωση της ύπαρξής του στα δέλτα και θήτα των θηλέων, στις μόλις διακρινόμενες αυλακιές του στέρνου ή στα απαιτητικά διαγραφόμενα υψώματα του στήθους, όπου στους φυσιολογικούς καιρούς τσιμπολογούν μεσημβρινά περιστέρια ή πίνουν νερό πρωινοί κορυδαλλοί». («Το χρώμα της νοσταλγίας», σελ. 158).Ποιο είναι άραγε το χρώμα της νοσταλγίας; Ίσως να είναι το γκρίζο της μελαγχολίας του παρελθόντος ή το χρυσό της λαμπερής ανάμνησης. Ίσως το ροζ των παιδικών ονείρων. Ίσως… Αμέτρητα ονόματα θα μπορούσε να έχει το χρώμα τη νοσταλγίας, γιʼ αυτό δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Έχει το όνομα που δίνει ο καθένας σε κάθε ανάμνησή του. Αυτό που τόσο εξαίρετα σκιαγραφεί ο Β.Π.Κ. στις 13 ιστορίες του βιβλίου του.
Κοζάνη, Αύγουστος 2008
Κατερίνα Μ. Μάτσου
Ποιο είναι άραγε το χρώμα της νοσταλγίας; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να δώσει απάντηση η νέα συλλογή διηγημάτων του Β.Π.Καραγιάννη. Ο γνωστός συγγραφέας, διευθυντής της πνευματικής ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ και πρώην διευθυντής του ΙΝ.Β.Α. κάνει με το νέο του βιβλίο μία πρωτόγνωρη κατάθεση συναισθημάτων μέσα από 13 διηγήματα-αφηγήσεις. Κάποια από αυτά μετά την πρώτη τους δημοσίευση στις σελίδες της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ -δηλαδή του εφήμερου και προσωρινού έντυπου Τύπου- απέκτησαν μία μόνιμη θέση στις σελίδες του νέου βιβλίου και όλα μαζί συνθέτουν με εξαίρετη μαεστρία το χρώμα της νοσταλγίας.Γραμμένες με το γνωστό και ιδιαίτερο στυλ και ύφος του συγγραφέα οι 13 ιστορίες του νέου βιβλίου κάνουν μία ιδιαίτερη διαδρομή με πολλές και διαφορετικές, ενδιαφέρουσες πάντα, στάσεις. Κάθε μία με άλλη αφορμή και γενεσιουργό αιτία που ξύπνησε το μυαλό και την πένα του συγγραφέα. Μία ληστεία σε τράπεζα μίας κατά τʼ άλλα ασήμαντης βορειοελληνικής πόλης, μία επίσκεψη, αγνώστου αφορμής κι αποτελέσματος, στη Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των φοιτητικών ονείρων και σε όλες τις εποχές των προσφύγων, αναμνήσεις από τον ελληνικό στρατό -και εδώ διακρίνεται καθαρά το χρώμα της νοσταλγίας- περιπέτειες στην πόλη των βουνών, που ανέλαβε να περπατήσει τα βήματά του συγγραφέα και ταξίδια, ταξίδια πολλά. Η αφορμή σε ένα συγγραφέα μπορεί να δοθεί από ένα μικρό γεγονός της καθημερινότητας, που συνήθως περνάει απαρατήρητο, γιατί ελάχιστοι έχουν την ικανότητα και την ευαισθησία να το δουν ως μοναδικό. Ο Β.Π.Κ. κατέχει την ικανότητα. Και αναδεικνύει την ευαισθησία του σε προσόν μοναδικό και ανεπανάληπτο.Θυμάμαι πως όταν διάβασα πρώτη φορά βιβλίο του Β.Π.Κ. τρόμαξα. Τρόμαξα, γιατί αμέσως μόλις έφτασα στην τελευταία λέξη της τελευταίας σελίδας μία υποσυνείδητη λειτουργία του μυαλού μου με οδήγησε να γυρίσω ξανά στην πρώτη και να το διαβάσω από την αρχή, ξανά και ξανά, μέχρι που έφτασα να θυμάμαι απʼ έξω φράσεις και παραγράφους ολόκληρες, ό,τι μπορούσε να αποτυπωθεί στο μυαλό και στην ψυχή, τον κύριο αποδέκτη των λογοτεχνικών λόγων. Από τότε αυτή η συνήθεια έγινε σχεδόν εθισμός και κάπως έτσι διαβάζω ακόμα όλα τα βιβλία του Β.Π.Κ. Τι φταίει για αυτή μου τη συνήθεια δεν έχω καταφέρει ακόμα να ανακαλύψω, είναι, όμως, κάτι στις σελίδες όλων των βιβλίων του, μικρό και απειροελάχιστο, μα πάντα παρόν, που δε σε αφήνει να ξεφύγεις με ένα απλό διάβασμα και μόνο.Ίσως να φταίει η γλώσσα που ο συγγραφέας επιλέγει για την εξιστόρησή του, λόγια και δημοτική ταυτόχρονα, η διαφορετική απόχρωση των λέξεων και των προτάσεων, η απλότητα με την οποία οι πολύπλοκες εικόνες σχηματίζονται στις σελίδες του βιβλίου και κατʼ επέκταση και στο μυαλό του αναγνώστη και αυτή η αίσθηση του διαφορετικού, του καινούργιου και αλλιώτικου. Ίσως να φταίει το ότι στις μικρόσχημες σελίδες των βιβλίων του Β.Π.Κ. αποκαλύπτεται μαζί με την ψυχή του συγγραφέα κι ένα κομμάτι της δικής μας ψυχής, των δικών μας μυστικών και ονείρων. Δεν το επιδιώκει, δεν το επεδίωξε ποτέ. Μαζί με την ευαισθησία, είναι κι αυτή μια έμφυτη ικανότητα.«Πώς είναι η νοσταλγία; Ένα άρωμα φτηνό στις μεγάλες μπουκάλες με την εφήμερη, προκλητική δήλωση της ύπαρξής του στα δέλτα και θήτα των θηλέων, στις μόλις διακρινόμενες αυλακιές του στέρνου ή στα απαιτητικά διαγραφόμενα υψώματα του στήθους, όπου στους φυσιολογικούς καιρούς τσιμπολογούν μεσημβρινά περιστέρια ή πίνουν νερό πρωινοί κορυδαλλοί». («Το χρώμα της νοσταλγίας», σελ. 158).Ποιο είναι άραγε το χρώμα της νοσταλγίας; Ίσως να είναι το γκρίζο της μελαγχολίας του παρελθόντος ή το χρυσό της λαμπερής ανάμνησης. Ίσως το ροζ των παιδικών ονείρων. Ίσως… Αμέτρητα ονόματα θα μπορούσε να έχει το χρώμα τη νοσταλγίας, γιʼ αυτό δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Έχει το όνομα που δίνει ο καθένας σε κάθε ανάμνησή του. Αυτό που τόσο εξαίρετα σκιαγραφεί ο Β.Π.Κ. στις 13 ιστορίες του βιβλίου του.
Κοζάνη, Αύγουστος 2008
Κατερίνα Μ. Μάτσου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)